Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απαγόρευση η [apaγórefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του απαγορεύω: Στην Kατοχή είχε επιβληθεί ~ της νυχτερινής κυκλοφορίας. ~ των πυρηνικών δοκιμών. ~ του καπνίσματος. || (νομ.) Δικαστική ~, με βάση δικαστική απόφαση, η στέρηση από κπ. διανοητικά καθυστερημένο του δικαιώματος για τη διαχείριση της περιουσίας και των υποθέσεών του: Tέθηκε / είναι / βρίσκεται υπό (δικαστική) ~. Nόμιμη ~, αντίστοιχη απαγόρευση, αλλά χωρίς δικαστική απόφαση, για κάποιον καταδικασμένο σε ποινή κακουργήματος.
[λόγ. < ελνστ. ἀπαγόρευ(σις) -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαγόρευση [αpaγórefsi] η, & D απαγόρεψη, gen απαγόρευσης & απαγορεύσεως, pl απαγορεύσεις
- ① prohibition, interdiction, ban:
- αστυνομική απαγόρευση |
- ~ κυκλοφορίας curfew |
- η ~ της κυκλοφορίας μετά το ηλιοβασίλεμα εξακολουθούσε (Roufos) |
- ~ δημοσίων συγκεντρώσεων mass meeting ban or prohibition |
- ήταν ~ του κράτους να γίνεται σάτιρα ξένων κρατών και διεθνών γεγονότων στον Kαρνάβαλο (Melas, adapted) |
- ~ αλιείας prohibition of fishing |
- ~ |
- ~ εισαγωγής εμπορευμάτων ban on importation of goods |
- η απαγόρεψη του αλκοόλ |
- η ~ των ποτών (syn ποτοαπαγόρευση) prohibition of alcoholic beverages |
- πολλές φορές (στην τουρκοκρατία), για να μην προκαλέσουν τυχόν ~ από τον διοικητή της περιφερείας, το ρίχνανε στην απόκρια (Stratou) |
- ήταν η μορφή εκείνη μια απαγόρεψη στις ελπίδες, στα όνειρα, ένα σβήσιμο καλό της χαράς (Voutyras)
- ⓐ shipping ~ επικοινωνίας (πλοίου) embargo:
- αίρω την ~ του πλοίου lift the embargo
- ⓑ med prohibition:
- ξέροντας την ~ των γιατρών δεν παρέτεινα την επίσκεψή μου (Palaiologos)
- ⓒ milit βολή απαγορεύσεως (L) interdiction firing
- ② law ban, interdiction:
- ~ του κομμουνιστικού κόμματος ban on the communist party |
- ο κυρίαρχος λαός καταδικαζόταν από το βασιλέα σε ~ κ' έμπαινε σε καραντίνα (Ploritis) |
- ~ της ελεύθερης συζήτησης και της ελεύθερης διδαχής (Tsatsos)
- ⓓ legal disqualification, incapacity:
- υπό δικαστική ~ under judicial interdiction |
- σε δικαστική ~ μπαίνει εκείνος που αδυνατεί να φροντίζει τον εαυτό του ή την περιουσία του (Christidis AK) |
- τον θέτω υπό ~ I have him declared incapable of managing his own affairs |
- τον έθεσαν οι θυγατέρες του σε ~, τον κλείσανε για τρελό μες στο υπόγειο (Moatsou) |
- οι κληρονόμοι του ζητούν από το δικαστήριο να τον θέσει υπό ~ με το αιτιολογικό ότι πάσχει από παρακρούσεις (Papanoutsos) |
- ο X. εκηρύχθηκε σε κατάσταση απαγορεύσεως από το δικαστήριο |
- ετέθη, είναι υπό ~ |
- νόμιμη ~ legal inhibition depriving one of his civil rights, resulting fr conviction for certain grave crimes |
- ανίκανος για δικαιοπραξία είναι εκείνος που δεν συμπλήρωσε το δέκατο έτος του και εκείνος που βρίσκεται σε δικαστική ή νόμιμη ~ (Christidis, adapted)
[fr kath απαγόρευσις ← MG & PatrG (3rd & 4th c. AD) ← K (also pap, 6th c. AD)]
- ① prohibition, interdiction, ban: