Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απαγωγή
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Γεωργακά]
απαγωγή [apaγoyí] η, (L)
  • ① leading away, carrying off, abduction:
    • ~ προσώπων με βία ή με δόλο |
    • το δωρικό έθιμο της απαγωγής (ChZalokostas) |
    • ~ παιδιού kidnapping |
    • ~ μιας κόρης με τη θέλησή της ή με τη βία, όπως και να 'ναι αντίθετα στη γνώμη των δικών της (Petsalis) |
    • οι γυναίκες εύρισκαν πιο τιμητική την ~ τους διά της βίας (Evelpidis) |
    • άλλοτε είχαμε ένα σωρό απαγωγές, όχι τώρα |
    • εκούσια ~ (γυναίκας) eloping, elopement |
    • οι δυο τους έπαψαν πια να κάνουν λόγο για ~ |
    • | ακουσία ~ (syn αρπαγή) |
    • η ~ των Σαβίνων the rape of the Sabine women (i.e. the involuntary abduction of the Sabine) |
    • ο Hρόδοτος σαν αιτίες των πολέμων Eλλήνων και βαρβάρων βρίσκει την ~ της Iώς από τους Φοίνικες, την ~ της Mήδειας από τους Aργοναύτες και της Eλένης απ' τον Πάρη (Evelpidis)
  • ② gym, athl motion bringing apart two limbs (ant προσαγωγή):
    • ~ των ποδών heels together, toes apart |
    • ~ εναλλάξ των σκελών με ημιεκτάσεις από την υπτία κατάκλιση (Mastrokostas) |
    • προσαγωγή και ~ των ποδών (Chrysafis)
  • ③ philos, logic, math deduction (ant επαγωγή):
    • τελολογική ~ |
    • η επιστήμη, που μελετάει την ουσία, δουλεύει με την ~ |
    • η εις άτοπον ~ reductio ad absurdum |
    • ο Ed. von Hartmann ζητεί να αποδείξει το ρεαλισμό με την εις άτοπον ~ (Papanoutsos) |
    • ο Nτοστογέφσκη αποπειράθηκε ν' αποδείξει την ύπαρξη του Θεού διά της εις άτοπον απαγωγής (id.)

[fr kath απαγωγή ← K (also pap, 3rd c. BC), PatrG (also 'reductio') ← AG]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απαγωγή 1 η [apaγojí] Ο29 : η βίαιη αρπαγή και απόκρυψη κάποιου, συνήθ. με σκοπό κάποιο αντάλλαγμα: Tρομοκράτες σχεδίαζαν απαγωγές πολιτικών προσώπων. || για ερωτικούς λόγους: Εκούσια / ακούσια ~.

[λόγ. < ελνστ. ἀπαγωγή, αρχ. σημ.: `μεταφορά μακριά΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απαγωγή 2 η : (γυμν.) κίνηση που αποβλέπει στην απομάκρυνση των ενωμένων μεταξύ τους χεριών ή ποδιών. ANT προσαγωγή.

[λόγ. < αρχ. ἀπαγωγή `μεταφορά μακριά΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απαγωγή 3 η : (λογ., μαθημ.) εις άτοπον ~, συλλογιστική μέθοδος κατά την οποία αποδεικνύεται η αλήθεια μιας πρότασης με βάση το γεγονός ότι η αντίθετή της είναι ψευδής ή λανθασμένη.

[λόγ. < αρχ. ἀπαγωγή (εἰς τό ἀδύνατον)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες