Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απαγωγέας
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απαγωγέας ο [apaγojéas] Ο21 : αυτός που απήγαγε κπ., ο δράστης απαγωγής: Οι απαγωγείς του παιδιού ζητούσαν υπέρογκα λύτρα. H κοπέλα είχε συνεννοηθεί με τον απαγωγέα της.

[λόγ. απαγωγ(ή) -εύς > -έας]

[Λεξικό Γεωργακά]
απαγωγέας [apaγoyéas] ο, pl απαγωγείς (L)
  • ① abductor, kidnapper:
    • ~ ανθρώπων |
    • ~ της κόρης, της νοσοκόμας, του παιδιού |
    • οι απαγωγείς δεν απελευθέρωσαν το νεαρό αγόρι, για να παραστεί στην κηδεία του πατέρα του |
    • οι απαγωγείς δεν δέχθηκαν αποστολή τροφής πάνω στο λεωφορείο |
    • αστυνομικοί έκαναν ορμητική έφοδο προς το μέρος των μαθητών ομήρων και των απαγωγέων τους |
    • κάποιος εμπήκε στην κάμαρα· ήταν ένας φίλος του απαγωγέα μου (Karyotakis) |
    • στην Έφεσο ο χρόνος και οι απαγωγείς πράκτορες ξένων μουσείων και συλλέκτες δεν υπήρξαν τόσο κατηγορηματικά καταλυτικοί και εξοντωτικοί (Thrylos) |
    • poem μήτε χαιρόνταν που ταξίδευαν για αλλού· | και των απαγωγέων το ποδοβολητό καμιάν ηχώ δεν ξύπνησε (Karantonis)
  • ② anat, adj ~ μυς abductor (muscle)

[fr kath (neol Koumanoudis) απαγωγεύς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες