Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απαγχονισμός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απαγχονισμός ο [apaŋxonizmós] Ο17 : η ενέργεια του απαγχονίζω, κυρίως ως θανατική ποινή: Θανατώθηκε / καταδικάστηκε σε θάνατο με απαγχονισμό / δι΄ απαγχονισμού.

[λόγ. απαγχονισ- (απαγχονίζω) -μός]

[Λεξικό Γεωργακά]
απαγχονισμός [apaŋxonizmós] ο, (L) = απαγχόνιση
:
  • ο ~ του δραπέτη |
  • όταν ήλθε η είδηση του απαγχονισμού των τριών παλληκαριών, η αγανάκτηση υπερνίκησε κάθε μου άλλο αίσθημα (Christidis) |
  • δε φαντάζομαι ο σκηνοθέτης να ισχυριστεί ότι μας έδωσε σκηνή απαγχονισμού (Athanasiadis-N) |
  • ο
  • Hufeland αποφαίνεται ότι αντί της ποινής του αποκεφαλισμού ο ~ είναι φιλανθρωπότερος (Louros)

[fr kath απαγχονισμός ← eccl απαγχονισμός, der of απαγχονίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες