Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απαγχονίζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απαγχονίζω [apaŋxonízo] -ομαι Ρ2.1 : θανατώνω κπ. στην αγχόνη· κρε μώ4: Οι συνωμότες καταδικάστηκαν σε θάνατο και απαγχονίστηκαν. || (παθ.) αυτοκτονώ με απαγχονισμό: Ο αυτόχειρας βρέθηκε απαγχονισμέ νος.

[λόγ. < αρχ. ἀπαγχονίζω]

[Λεξικό Γεωργακά]
απαγχονίζω [apaŋxonízo] aor απαγχόνισα, mediop απαγχονίζομαι, aor απαγχονίσθηκε & απαγχονίστηκε, ppp απαγχονισμένος (L)
  • ① kill by hanging, hang (syn κρεμώ, D φουρκίζω, θανατώνω με αγχόνη):
    • η μπουχόνα έχει το συναίσθημα ότι την απαγχονίζουν και δεν δίνει πλέον μια πεντάρα για το σπίτι της· ολοένα ξεγλιστρά απομέσα, όσο που το καβούκι μένει άδειο (Potamianos) |
    • με μια τιποτένια αφορμή απαγχονίσθηκε ο Παριανός Γεώργιος Kονδύλης το 1716 από τον πασά (Varelas) |
    • το 1601 απαγχονίστηκε ο επίσκοπος Σεραφείμ, που θεωρήθηκε ως συνεργός στο κίνημα του Διονυσίου B΄ (PVasileiou) |
    • της άλλης μάνας ο γιος απαγχονίστηκε από τους Eγγλέζους (Z.Σ.P.)
  • ⓐ mi απαγχονίζομαι hang o.s.:
    • ο Mπρουκ θυσίασε δικαιώματα, προσωπικότητα και την ίδια του τη ζωή, απαγχονίζεται (Athanasiadis-N) |
    • τα μακαρόνια ήταν τόσο σκληρά, ώστε θα μπορούσαμε να απαγχονιστούμε μ' αυτά μετά την πληρωμή του λογαριασμού (id.) |
    • βλέποντας ότι προδίνοντας το Δάσκαλο είχε προδώσει τον εαυτό του τον πιο πολύτιμο απαγχονίζεται (Melas)
  • ② pass, fig be done away w., be effaced, be quenched:
    • poem τώρα ..| που ανήμπορο στην αγορά | το πνεύμα απαγχονίζεται | και φόρεσαν στους ποιητές | γιλέκα γελωτοποιών | δε γράφω στίχους (Simop)

[fr kath απαγχονίζω ← K, PatrG ἀπαγχονίζω ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες