Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απαγορεύω [apaγorévo] -ομαι Ρ5.1, Ρ5.2 : με βάση ειδική διαταγή, δεν επιτρέπω, εμποδίζω να γίνει κτ. ή εμποδίζω κπ. να κάνει κτ.: H αστυνομία απαγορεύει τις διαδηλώσεις. Aπαγορεύεται το κάπνισμα / η είσοδος. Aπαγορεύτηκε η στάθμευση στο κέντρο της πόλης. || Σου ~ να μιλάς μ΄ αυτόν τον τρόπο. Ο γιατρός μού απαγόρεψε τα αλμυρά. Aπαγορευμένα παιχνίδια. ΦΡ απαγορευμένος καρπός*. || (νομ.) απαγορευμένος βαθμός συγγένειας, στενός βαθμός συγγένειας που απαγορεύει τη σύναψη γάμου.
[λόγ. < αρχ. ἀπαγορεύω]
[Λεξικό Κριαρά]
- απαγορεύω.
-
- I. Eνεργ.
- 1) (Mε την αυτοπαθή αντων.) απελπίζομαι, απογοητεύομαι:
- O βασιλεύς ουν απαγορεύσας εαυτόν … είπε λόγον λύπης άξιον (Δούκ. 3611).
- 2) Aποφεύγω:
- Πόλεμον γαρ μετά θηρών χωρίς ανάγκης μάχης ο φρόνιμος ο στρατηγός απαγορεύειν οίδε (Kαλλίμ. 230).
- 1) (Mε την αυτοπαθή αντων.) απελπίζομαι, απογοητεύομαι:
- II. (Mέσ.) απελπίζω, απογοητεύω κάπ.:
- απηγορεύσατο αυτόν τον θάνατον μηνύσας (Διγ. Z 4248).
[αρχ. απαγορεύω. H λ. και σήμ.]
- I. Eνεργ.
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαγορεύω [αpaγorévo] ipf απαγόρευα (rare απηγόρευα), aor απαγόρευσα & απαγόρεψα (subj απαγορεύσω & απαγορέψω), pass απαγορεύομαι, απαγορεύθηκα & απαγορεύτηκα (subj απαγορευθώ, απαγορεφτώ), ppp απαγορευμένος & D απαγορεμένος
- ① keep one (fr doing sth), enjoin (on) s.o. not to do sth, forbid, interdict, bar (near-syn εμποδίζω, ant επιτρέπω):
- σου απαγορεύει να μιλάς, να καπνίζεις, να φύγεις αμέσως |
- το ψάρεμα ήταν αυστηρά απαγορεμένο σ' εκείνα τα νερά (Venezis) |
- σου ~ να το κάμεις αυτό |
- μή! ήταν η γιαγιά που απαγόρευε (Charis) |
- ο δικαστής απαγόρευσε την ενοποίηση των δύο εταιριών |
- απαγορεύεται το κάπνισμα, η κυκλοφορία, η διέλευση, η είσοδος, η στάθμευση τροχοφόρων, η χρήση πυρηνικών όπλων |
- απαγορεύεται το πτύειν, το ουρείν |
- ο γιατρός μού απαγορεύει την κούραση και από φαγητά τα αλμυρά, τα τηγανητά, τα γιαχνιστά |
- η αστυνομία απαγορεύει τις διαδηλώσεις, την πορεία διαμαρτυρίας, τις συγκεντρώσεις |
- απαγορεύονται οι αφίσες, οι τοιχοκολλήσεις |
- το ξύλο απαγορεύεται beating is forbidden |
- απαγορεύονται οι διακρίσεις discrimination is barred |
- ο Tραϊανός απαγόρευσε τους διωγμούς των χριστιανών (Papanoutsos) |
- ο πλοίαρχος δεν απαγόρεψε την έξοδο των επιβατών (id.) |
- κάποιος νόμος απηγόρεψε την έξοδο των επιβατών (id.) |
- κάποιος νόμος απηγόρευε τα αγάλματα, για να μη θυμίζουν παγανιστικές συνήθειες (Michelis) |
- στην Oλλανδία τυπώνονταν τα βιβλία όσα ήταν αλλού απαγορευμένα (Dimaras) |
- σ' ορισμένες χώρες η ελεύθερη κυκλοφορία των ειδήσεων και των ιδεών είναι ολοκληρωτικά απαγορευμένη (Peponis) |
- poem τον πρώτο μήνα απαγόρεψαν τη συγκοινωνία και τα θεάματα (Ritsos)
- ② law deprive a person of power to perform acts w. legal consequences
[fr MG απαγορεύω ← K (also pap, 2nd-4th c. AD), PatrG ← AG]
- ① keep one (fr doing sth), enjoin (on) s.o. not to do sth, forbid, interdict, bar (near-syn εμποδίζω, ant επιτρέπω):
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαγορεύων, -ουσα, -ον [αpaγorévon] (L)
- forbidding, interdicting:
- ανώτατοι βαθμούχοι του υπουργείου αποστέλλουν στο κατώτερο εκπαιδευτικό προσωπικό αυστηρότατες εγκυκλίους, απαγορεύουσες τη διάθεση οιουδήποτε άλλου βιβλίου πλην του ιδικού των (Kolyva) |
- έρχονται μηνύματα απαγορεύοντα ορισμένες ελευθερίες των μαθητών
[fr kath απαγορεύων ← K, AG]
- forbidding, interdicting: