Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απαγορευτικά
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απαγορευτικά [αpaγoreftiká] adv
  • prohibitively, forbiddingly, restrictively:
    • poem .. ακόμη και τη | μέρα | μέσα στο ηλιόφωτο, λευκά, πειθαρχημένα, ~ (Ritsos)

[der of απαγορευτικός; cf kath απαγορευτικώς ← K]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες