Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαγορευτικά [αpaγoreftiká] adv
- prohibitively, forbiddingly, restrictively:
- poem .. ακόμη και τη | μέρα | μέσα στο ηλιόφωτο, λευκά, πειθαρχημένα, ~ (Ritsos)
[der of απαγορευτικός; cf kath απαγορευτικώς ← K]
- prohibitively, forbiddingly, restrictively: