Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαγορευμένος1 [αpaγorevménos] ο, law
- person found mentally incompetent to manage his affairs and legally prohibited fr so doing:
- ο ~ είναι ανίκανος για δικαιοπραξία, αφότου δημοσιευτεί η απόφαση (Christidis AK) |
- αφότου γίνει τελεσίδικη η απόφαση για την απαγόρεψη, ο ~ επιτροπεύεται (ib) |
- ο ~ έχει την κατοικία του επιτρόπου του (ib)
[substantiv. m of απαγορευμένος2]
- person found mentally incompetent to manage his affairs and legally prohibited fr so doing:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαγορευμένος2, -η, -ο [αpaγorevménos] (& απαγορεμένος)
- impermissible, prohibited, off-limits, out of bounds, close or closed, taboo (syn ανεπίτρεπτος, ant L επιτρεπόμενος):
- έκανα κάτι απαγορευμένο |
- κάτι κρυφό κι απαγορευμένο |
- απαγορευμένη αλιεία illegal fishing |
- απαγορευμένη αλιεία με φλόμο |
- απαγορευμένη εποχή close season (or time) |
- κυνηγώ σε απαγορευμένη εποχή shoot in close time (syn phr είμαι λαθροθήρας) |
- το απαγορεμένο αγαθό |
- μήλο από το απαγορευμένο δέντρο (Kazantz) |
- οι κοπέλες του θιάσου εμφανίζονται όπως η Eύα στον Παράδεισο, πριν γευτεί τον απαγορευμένο καρπό (KParaschos) |
- παραβιάσατε τους απαγορευμένους χώρους (Palaiologos) |
- απαγορευμένη ζώνη prohibited area |
- κάθε πεδίο κρατικής δραστηριότητας κηρύσσονταν, για τη δημοτική, ζώνη απαγορευμένη (Peponis) |
- απαγορευμένη περιοχή reserved area, reservation |
- μερικές περιοχές όρισε το κράτος ως περιοχές απαγορεμένες για τους άσπρους (Venezis) |
- forestry περιοχή απαγορευμένης υλοτομίας preserve |
- η περιφέρεια ήταν αυστηρά απαγορευμένη |
- απαγορευμένη πόλη |
- ~ λιμένας closed port (syn κλειστός λιμένας) |
- αναπολεί θύμησες κρυφές κι απαγορεμένες (KPolitis) |
- ~ ύπνος και απαγορευμένη ξεκούραση (Myriv) |
- απαγορευμένη θρησκεία religio illicita (Stasinop) |
- τα ελευσίνια μυστήρια, αν και απαγορευμένα από το 365, εξακολουθούσαν να τελούνται (id.) |
- οι απαγορευμένες επιστήμες (η αστρολογία και η μαγεία) (Tatakis) |
- ο ~ μύθος |
- οι απαγορευμένες λέξεις |
- απαγορευμένο βιβλίο prohibited book |
- πωλητής απαγορευμένων βιβλίων booklegger |
- κρυφοχαιρόταν το απαγορευμένο θέαμα |
- ένα θέμα απαγορευμένο a taboo subject |
- ο δεσμός με την Όλγα, τόσο κανονικός, χωρίς καν τη γοητεία του απαγορευμένου έρωτα (Theotokas) |
- κάποιο τραγούδι ανάρμοστο για παιδιά ή απαγορευμένο απ' την αστυνομία (Tachtsis) |
- πράξεις κακές και απαγορευμένες (Papanoutsos) |
- ένας κλειστός κι ~ παράδεισος (Koumantareas) |
- απαγορευμένο παιγνίδι forbidden game, απαγορευμένα παιχνίδια |
- είχαμε απαγορευμένα είδη μαζί μας |
- η φαντασία είναι στα σχολεία απαγορευμένο είδος (Theodorakop) |
- πράγματα πριν από λίγα χρόνια ακόμα απαγορευμένα διά θανάτου (Athanasiadis-N) |
- απαγορευμένες εκρηκτικές ύλες |
- μια απαγορευμένη απόλαυση |
- μια μεγάλη ηδονή απαγορευμένη |
- το μεθύσι γινόταν μια απαγορευμένη υπόθεση (Panagiotop) |
- poem θα τον συναντούσα ίσως | σε μια παράνομη διαδήλωση | ή σε μια συγκέντρωση απαγορευμένη (KKarachalios)
[ppp of απαγορεύω; cf kath απηγορευμένος]
- impermissible, prohibited, off-limits, out of bounds, close or closed, taboo (syn ανεπίτρεπτος, ant L επιτρεπόμενος):