Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απαγγέλλω [apangélo] -ομαι Ρ πρτ. απήγγελλα, αόρ. απήγγειλα, απαρέμφ. απαγγείλει, παθ. αόρ. απαγγέλθηκα, απαρέμφ. απαγγελθεί, μππ. απαγγελμένος : διαβάζω δυνατά ή λέω από μνήμης με ρυθμό, ύφος και χρώμα στη φωνή ένα ποίημα ή ένα πεζό: Στη φιλολογική βραδιά νέοι ποιητές θα απαγγείλουν ποιήματά τους. || (μειωτ.): Mιλάει σαν να απαγγέλλει, για προσποιητή και στομφώδη ομιλία. || (νομ.) ~ κατηγορία, για δικαστικό που εκφωνεί, που διατυπώνει το κατηγορητήριο.
[λόγ. < ελνστ. ἀπαγγέλλω, αρχ. σημ.: `αναφέρω (από μνήμης)΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαγγέλλω [apaŋɟélo] (L) & απαγγέλνω(D), ipf απάγγελλα & απάγγελνα, aor απάγγειλα & (L)_απήγγειλα (subj απαγγείλω), pass απαγγέλλομαι & απαγγέλνομαι, ipf απαγγέλονταν, aor απαγγέλθηκε, ppp απαγγελμένος
- ① recite, pronounce aloud, deliver (a speech) (syn διαβάζω or εκφωνώ με τέχνη):
- απάγγελνε απέξω, δυνατά, ρυθμικά |
- απαγγέλλει ονόματα ιστορικά |
- απάγγειλε το πνευματικό του πιστεύω |
- ο εκπρόσωπος των σπουδαστών απαγγέλνει τον όρκο |
- ~ ένα ποίημα, ένα σονέτο, ένα τραγούδι, στίχους, στροφές |
- απαγγέλλει τις λέξεις καθαρά |
- απαγγέλνει τους στίχους του σαν προσευχή |
- απήγγειλε το λόγο του από μνήμης |
- απάγγειλε το έργο του και χιλιάδες λαός κρεμάστηκαν από τα χείλη του (Melas) |
- δυνατά διαβάζω, ~ κομμάτια από την Παλαιά Γραφή κι από τροπάρια της βυζαντινής ποίησης (Palam) |
- ο αρχιμανδρίτης μάς απαγγέλλει περικοπές του ευαγγελίου (Athanasiadis-N) |
- η μοντέρνα ποίηση είναι περισσότερο για να διαβάζεται όπως η πρόζα παρά να απαγγέλνεται (Chatzinis) |
- έκανε το σταυρό του και άρχισε να απαγγέλλει τον μεγάλον όρκον των Φιλικών (Petsalis) |
- ο Δημόδοκος απαγγέλλει μέσα σε θρησκευτική σιγή επεισόδια από τ' ανδραγαθήματα των Aχαιών (Evelpidis) |
- στίχοι του Παλαμά απαγγέλλονται με ρίγη ιερής συγκίνησης στα χαρακώματα του στρατού (Theotokas) |
- ο Σκίπης απαγγέλνει τα τραγούδια του με συναρπαστικό πάθος (Athanasiadis-N) |
- poem ο ηθοποιός ..| απήγγειλε και μερικά επιγράμματα εκλεκτά (Kavafis) |
- (ο ιερέας) όμορφα λόγια απάγγελνε |
- ποτές φωτιά και νερό μην αρνηθείς σε κανένανε (Ritsos) |
- τ' ατσάλι μιλάει, με ηχώ απαγγέλλει τη δυνατή ιστορία του (Rantos)
- ② law etc pronounce:
- ~ κατηγορία (κατά του κατηγορουμένου) |
- ο πρόεδρος απάγγειλε την απόφαση, την ετυμηγορία |
- η απαγόρευση απαγγέλλεται με απόφαση του δικαστηρίου (Christidis AK) |
- κάθε απόφαση πρέπει να είναι ειδικά αιτιολογημένη και ν' απαγγέλλεται σε δημόσια συνεδρίαση (ib) |
- το διαζύγιο απαγγέλλεται με αμετάκλητη δικαστική απόφαση (ib) |
- ο Tούρκος αντιπρόσωπος απάγγειλε δεινό κατηγορητήριο κατά των Eλληνοκυπρίων (Christidis) |
- μιλάμε για την ετυμηγορία που απαγγέλλουν οι συνειδήσεις (Terzakis) |
- poem και μες στα τσιφλίκια τα συντριβάνια απαγγέλλουν την καταδίκη σας (Dallas)
[fr kath απαγγέλλω ← K (also pap, 3rd c. BC to 8th c. AD), PatrG ← AG]
- ① recite, pronounce aloud, deliver (a speech) (syn διαβάζω or εκφωνώ με τέχνη):