Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- απαίσιος, επίθ.
-
- 1) Δυσοίωνος:
- ο Παγιαζίτ την απαίσιον αυτῴ είδεν ώραν (Δούκ. 20920).
- 2) Φριχτός:
- ουδέποτε γενήσεται δι’ εμού το απαίσιον τούτ’ έργον (αυτ. 15911).
[μτγν. επίθ. απαίσιος. H λ. και σήμ.]
- 1) Δυσοίωνος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απαίσιος -α -ο [apésios] Ε6 : που είναι εξαιρετικά άσχημος, δυσάρεστος ή ενοχλητικός· που ενεργοποιεί δυσάρεστα μια αίσθησή μας: Aπαίσιο φουστάνι / καπέλο. Aπαίσιο θέαμα / τραγούδι. Tο φαγητό ήταν απαίσιο. Aπαίσια μυρωδιά. Tι ~ καιρός! || Aπαίσια συμπεριφορά. ~ άνθρωπος, με πολύ κακό χαρακτήρα.
απαίσια ΕΠIΡΡ: Mου φέρθηκε ~. Περάσαμε ~. [λόγ. < ελνστ. ἀπαίσιος `κακοσήμαδος΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαίσιος, -α (& L -ία), -ο [apésios]
- ① (L) portentous, ominous (syn L δυσοίωνος):
- poem τότε η σιωπή | γίνεται φοβερή κι απαίσια |.. γεμάτη έννοια (Karelli)
- ② frightening, frightful, horrible (syn τρομακτικός, φοβερός, φρικτός):
- ~ βραχνάς, εμφύλιος σπαραγμός, εφιάλτης |
- απαίσια βουή, μάχη, μνήμη, νύχτα |
- απαίσιο μήνυμα, όπλο |
- απαίσια βασανιστήρια, νέα |
- ~ τρόμος abject terror |
- ο ~ επισκέπτης, ο θάνατος |
- το Mεσολόγγι έπεσε με τον απαισιότερο τρόπο |
- το απαίσιο φαινόμενο του χιτλερισμού |
- ανατράφηκε μέσα στην απαίσια ατμόσφαιρα του 1897 |
- ο ποιητής, όμοιος με γοργόνα, με λερναία ύδρα, με χίμαιραν απαίσια απαιτούσε θύματα (Palam) |
- άνοιξε τα μεγάλα τρομαγμένα μάτια της και κοίταξε μπροστά της, σα να 'βλεπε κάτι το απαίσιο (Karagatsis) |
- poem τ' απαισιότερο τέρας, αν σκεφτείτε, | δεν είναι αυτό που τρώει, | μ' αυτό που τρώγεται (NFokas)
- ③ hideous, awful (syn αποκρουστικός):
- ~ θόρυβος, μύθος |
- απαίσια μορφή, ουλή, τέχνη, φιγούρα |
- απαίσιο τρόπαιο |
- απαίσια σκουλαρίκια, χείλια |
- ανακάλυψε τον πόλεμο σ' όλη την απαίσια όψη του |
- έβγαζε έναν απαίσιο ήχο από το λαρύγγι της |
- αναγκάστηκα να παρουσιαστώ όπως όπως σ' ένα απαίσιο νεγκλιζέ (Palam) |
- βομβάρδισαν με λύσσα τους σκοτωμένους, τους πολυβόλησαν κ' ύστερα έφυγαν· το θέαμα ήταν απαίσιο (ChZalokostas)
- ⓐ disgusting, foul, revolting (syn αηδιαστικός 1, αναγουλιαστικός, σιχαμερός):
- απαίσια αναγούλα, γκαρσονιέρα, μυρωδιά, νεολαία |
- απαίσιο δώρο, κέντρο διασκεδάσεων |
- πυκνά και απαίσια κοπάδια από μαύρα πουλιά |
- έχω μια απαίσια γεύση στο στόμα |
- poem ποιος ξέρει τι ξευτελισμένη, πρόστυχη ζωή θα ζεις· | τι απαίσιο θα 'ταν το περιβάλλον | όταν θα στάθηκες να σε φωτογραφίσουν (Kavafis)
- ④ dreadful, nasty, terrible (syn πολύ κακός):
- ~ βήχας, καιρός |
- απαίσια είδηση, εποχή, ζωή |
- απαίσιο κρυολόγημα |
- απαίσια και κακόγουστα σκηνικά |
- κάτω απ' τα φοβερά του μουστάκια ανάβλυσε για δεύτερη φορά ο ~ λόγος |
- "άι στο διάολο, πρεζάκη!" (Karagatsis) |
- poem τι γυρεύω εγώ σ' αυτές τις νύχτες | οδεύοντας σε λασπωμένες ερημιές | μ' ένα απαίσιο συνάχι και το παπούτσι να με χτυπάει (Christianop)
- ⓑ sinister, ghastly (near-syn ολέθριος):
- ~ άνθρωπος, τύραννος, χορός |
- απαίσια δραστηριότητα, συνωμοσία, φυλακή |
- απαίσιο γέλιο |
- άνθρωπος με απαίσια όψη a man of sinister countenance |
- το φως αυτό γινόταν σαν ένα φως εωσφορικό, απαίσιο, σαν τριτοβάθμιας εξέτασης (RApostolidis) |
- ούτε άτομο ούτε έθνος μπορεί να διαπράττει εγκλήματα και να τα συγκαλύπτει με την απαίσια σκοπιμότητα (Theodorakop)
- ⓒ horrible, appalling, abominable (syn αποτρόπαιος):
- απαίσιο έγκλημα |
- ~ βιασμός |
- φανταζότανε πως είχε κάμει μια πράξη απαίσια, μιαν ανήκουστη αυθάδεια, μιαν ανευλάβεια (Theotokas) |
- τα απαίσια κακουργήματα κατά του ελληνισμού της Πόλης έρχονταν σε πολύ κακή στιγμή (Christidis) |
- poem σταμάτα το έργο σου το απαίσιο, προδότη! (Rotas)
[fr kath απαίσιος ← MG (Kriaras' Lex) ← K (1st/2nd c. AD)]
- ① (L) portentous, ominous (syn L δυσοίωνος):