Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απαίσιο
12 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Γεωργακά]
απαίσιο [apésio] το,
  • awful, horrible thing, fact, piece of news etc (syn το τρομερό):
    • σε δυο τρεις μέρες εμαθεύτηκε και τούτο το ~ |
    • δυο γυναίκες τις πέτυχαν στο χωράφι και τις βατέψανε (Petsalis)

[substantiv. n of απαίσιος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απαισιόδοξα [apesió∂oksa] adv (L)
  • pessimistically (syn phr με απαισιοδοξία, ant αισιόδοξα):
    • όταν λέω ότι όλα είναι χίμαιρα δεν σκέφτομαι ~, δεν πρεσβεύω την απελπισία (Ouranis) |
    • ο ποιητής ~ βλέπει τη ζωή σαν πτώση και κάθε προσπάθεια για την ανασύνθεσή της μάταιη (Spandonidis)

[der of απαισιόδοξος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απαισιοδοξία η [apesioδoksía] Ο25 : ψυχική κατάσταση που προέρχεται από την προδιάθεση να βλέπει κανείς μόνο την άσχημη πλευρά των πραγμάτων, καθώς και η πεποίθηση, συνήθ. βάσει στοιχείων, για τη μη ευνοϊκή έκβαση μιας υπόθεσης. ANT αισιοδοξία: Aδικαιολόγητη ~. Aντιμετωπίζει με ~ την κατάσταση. Γενική είναι η ~ για την εξέλιξη της πολιτικής κατάστασης.

[λόγ. απαισιόδοξ(ος) -ία]

[Λεξικό Γεωργακά]
απαισιοδοξία [apesio∂oksía] η, (L)
  • pessimism (syn πεσιμισμός, ant αισιοδοξία):
    • άκρα, λίγη, μεγάλη ~ |
    • τον κυρίεψε η ~ |
    • η ημέρα πλησίαζε, ο πυρετός των υποψηφίων μεγάλωνε κι ο P., με τη συνηθισμένη του ~, απελπίστηκε για την επιτυχία του (Xenop)
  • ⓐ gloomy mood:
    • σήμερα σ' έπιασαν οι απαισιοδοξίες σου και τα βλέπεις όλα μαύρα (Tachtsis)

[fr kath (neol Koumanoudis) απαισιοδοξία, der of kath απαισιόδοξος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απαισιόδοξος -η -ο [apesióδoksos] Ε5 : που κατέχεται από απαισιοδοξία, που βλέπει συνήθ. μόνο την άσχημη πλευρά των πραγμάτων. ANT αισιόδοξος: Είναι άνθρωπος με απαισιόδοξη διάθεση / ιδιοσυγκρασία. Aπαισιόδοξο έργο / βιβλίο. Οι προβλέψεις του είναι πάντα απαισιόδοξες. || που προβλέπει τη μη ευνοϊκή έκβαση μιας υπόθεσης: Ο γιατρός ήταν ~ για την έκβαση της αρρώστιας.

[λόγ. απ(ο)- αισιόδοξος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απαισιόδοξος1 [apesió∂oksos] ο, (L)
  • pessimist (syn πεσιμιστής, ant αισιόδοξος 2):
    • κάπου έπρεπε να ξεσπάσουν οι πικραμένοι και οι φοβισμένοι και οι απαισιόδοξοι που συναχτήκανε στο Άργος και τα 'χουνε χαμένα (Petsalis)

[substantiv. m of απαισιόδοξος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
απαισιόδοξος2, -η, -ο [apesió∂oksos] (L)
  • ① pessimistic (ant αισιόδοξος 1):
    • ~ άνθρωπος |
    • απαισιόδοξη άποψη, πείρα, φύση |
    • απαισιόδοξο μήνυμα |
    • η απαισιόδοξη στάση του συγγραφέα αντίκρυ στη ζωή |
    • ο K. είναι ~ ως προς το μέλλον του κράτους |
    • η θρησκεία τους είναι λιγότερο απαισιόδοξη στην κοσμοθεωρία της (Evelpidis, adapted)
  • ⓐ related to the philosophical doctrine of pessimism, pessimist:
    • ~ φιλόσοφος |
    • απαισιόδοξη φιλοσοφική σχολή |
    • είχε γυρίσει στην Kέρκυρα βαθιά επηρεασμένος από τ' απαισιόδοξα θεωρήματα του Σοπενχάουερ (Melas)
  • ② uncheerful, gloomy:
    • απαισιόδοξη διάθεση, εικόνα |
    • απαισιόδοξα γράμματα |
    • απαισιόδοξες προβλέψεις των ειδικών για τις οικονομικές εξελίξεις |
    • το Παρίσι είναι σήμερα η αποσταμένη, απαισιόδοξη μητρόπολη μιας Eυρώπης που τη νιώθω, σε κάθε μου βήμα, βαριά λαβωμένη (Theotokas)

[fr kath (neol Koumanoudis) απαισιόδοξος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απαισιοδοξώ [apesio∂oksó] απαισιοδοξείς, ipf απαισιοδοξούσα (L)
  • be pessimistic (ant αισιοδοξώ):
    • είναι πάντοτε χαρούμενος και ποτέ δεν απαισιοδοξεί

[fr kath (neol Koumanoudis) απαισιοδοξώ, der of kath απαισιόδοξος]

[Λεξικό Κριαρά]
απαίσιος, επίθ.
  • 1) Δυσοίωνος:
    • ο Παγιαζίτ την απαίσιον αυτῴ είδεν ώραν (Δούκ. 20920).
  • 2) Φριχτός:
    • ουδέποτε γενήσεται δι’ εμού το απαίσιον τούτ’ έργον (αυτ. 15911).

[μτγν. επίθ. απαίσιος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απαίσιος -α -ο [apésios] Ε6 : που είναι εξαιρετικά άσχημος, δυσάρεστος ή ενοχλητικός· που ενεργοποιεί δυσάρεστα μια αίσθησή μας: Aπαίσιο φουστάνι / καπέλο. Aπαίσιο θέαμα / τραγούδι. Tο φαγητό ήταν απαίσιο. Aπαίσια μυρωδιά. Tι ~ καιρός! || Aπαίσια συμπεριφορά. ~ άνθρωπος, με πολύ κακό χαρακτήρα. απαίσια ΕΠIΡΡ: Mου φέρθηκε ~. Περάσαμε ~.

[λόγ. < ελνστ. ἀπαίσιος `κακοσήμαδος΄]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες