Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απαίσια
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απαίσια [apésia] adv
  • ① frightfully, horribly (syn τρομακτικά, φρικτά):
    • βογγάει, κραυγάζει, χλιμιντρίζει ~ |
    • οι οβίδες και οι σειρήνες ουρλιάζαν ~ |
    • αυτή την ώρα το μάτι της γινότανε ~ σκοτεινό (KPapa)
  • ② revoltingly, sickeningly, loathsomely (syn αναγουλιαστικά):
    • ο καπνός της πίπας του αντικρινού κυρίου μύριζε ~ (Kitsop) |
    • ο στάβλος, τον οποίο δείχνουν ως το σπίτι του Pωμαίου, βρωμάει ~ (Ouranis)
  • ③ shockingly, abominably (near-syn αναίσχυντα 1):
    • πάτησε κάποιον πιο πέρα κι ο άλλος βλαστήμησε ~ (Chatzianagnostou) |
    • είδα τη γυναίκα, σε στάση ~ αναίσχυντη, παραδομένη στον όργο της να ουρλιάζει (RApostolidis)
  • ④ awfully, terribly, dreadfully (syn άσχημα, φρικτά):
    • έγραψα ~ στο διαγώνισμα |
    • μιλάει γαλλικά ~ |
    • μέθυσα ~ με ούζο |
    • ~ πληκτική πόλη |
    • τα έπιπλα τρίζουν ~ |
    • ξέραν ένα σωρό στίχους της πατρίδας τους μα τους τραγουδούσαν ~ (Palam) |
    • κ' ήταν ο τόπος ~ κατωφερικός, κ' εμείς όλοι εξαντλημένοι από την τριήμερη οδοιπορία (Chatzinis)

[der of απαίσιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες