Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- απίστευτος, επίθ.· ανεπίστευτος.
-
- Που δεν μπορεί να τον πιστέψει κανείς:
- ανέν και πω κι απίστευτο, ’ς τούτο συμπάθησέ μου (Eρωφ. A´ 222).
[<στερ. α‑ + πιστεύω. H λ. στο Bλάχ. και σήμ.]
- Που δεν μπορεί να τον πιστέψει κανείς:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απίστευτος -η -ο [apísteftos] Ε5 : που δεν μπορεί κανείς να τον πιστέψει, που δε γίνεται εύκολα πιστευτός· συνήθ. λειτουργεί επιτατικά με θετική κυρίως, αλλά και με αρνητική σημασία, ανάλογα με το χρωματισμό της φωνής: Aυτά που μου λες είναι απίστευτα. Tο θράσος του είναι κάτι το απίστευτο, πρωτοφανές, πρωτάκουστο. Είχα μια απίστευτη τύχη, εκπληκτική. || (απρόσ.): Είναι απίστευτο το τι έκανε μέσα σε δύο χρόνια / πώς μου φέρθηκε. || απίστευτο!, ως επιφώνημα έκπληξης.
απίστευτα ΕΠIΡΡ ως επιτατικό της σημασίας επιθέτου: Έμεινε ξαφνικά ~ μόνος. [μσν. απίστευτος < α- 1 πιστεύ(ω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απίστευτος, -η, -ο [apísteftos]
- ① not believable, not believed (ant πιστευτός):
- απίστευτα λόγια |
- δεν πιστεύω σε θαύματα, είναι απίστευτα
- ② unbelievable, incredible, unimaginable (syn απίθανος 3, αφάνταστος, καταπληκτικός):
- ~ άθλος, ηρωισμός, θρίαμβος, κόσμος |
- απίστευτη άγνοια, αφθονία, δύναμη, λύσσα, τύχη, χαρά |
- απίστευτες ακροβασίες, ομορφιές, περιπέτειες, στερήσεις |
- απίστευτο όνειρο, παραμύθι, ταξίδι |
- απίστευτα έξοδα, κατορθώματα, ποσά, χρώματα |
- αδικούνται σε απίστευτο βαθμό |
- η κυβέρνηση διαψεύδει την αλήθεια με απίστευτη ευχέρεια |
- η μικρή κοινότητα βρέθηκε με προνόμια απίστευτα (Venezis) |
- η Aφρική άνοιξε στον Σβάιτσερ (Schweitzer) απίστευτες περιοχές ενέργειας (Panagiotop) |
- οι οκτακόσιες εκκλησίες του νησιού αποτελούν ένα πελώριο, απίστευτο μουσείο ζωγραφικής (Theotokas)
[fr postmed (17th c.) απίστευτος, cpd w. K, PatrG πιστευτός]
- ① not believable, not believed (ant πιστευτός):