Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απίστευτα [apístefta] adv
- incredibly, unbelievably, inconceivably (syn απίθανα 3, αφάνταστα):
- ~ επίμονος, πλούσιος, φτηνός, ψύχραιμος, ωραίος |
- ~ μεγάλη απόσταση, ξερό χώμα |
- ~ γοητευτική μουσική, καλή υποδοχή |
- ~ ποικίλες φορεσιές |
- η κυβέρνηση αδρανεί ~ |
- το βέλος του στοχασμού του ήταν υποχρεωμένο να φτάσει στο στόχο που μάκραινε ~ (Andronikos) |
- κάτω απ' το τράβηγμα των χειλιών του ένοιωσε ~ γερά τα δόντια του (Plaskovitis) |
- poem κ' έτσι ρουφούμε ~ | το νέκταρ των μακάρων (Palam) |
- κ' έμεινε τόσο ~ μοναχική η ψυχή μου (Polydouri)
[fr postmed (Somavera) απίστευτα, der of απίστευτος]
- incredibly, unbelievably, inconceivably (syn απίθανα 3, αφάνταστα):