Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απίκο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απίκο [apíko] επιρρ. τροπ. : (προφ.) 1. (ναυτ.) κάθετα, κατακόρυφα, για την αλυσίδα της άγκυρας. 2. στις ΦΡ είμαι ~, είμαι σε ετοιμότητα. στέκομαι ~, στέκομαι προσοχή, υπακούω: Mπροστά της τα παιδιά στέκονται ~.

[ιταλ. a picco]

[Λεξικό Γεωργακά]
απίκο [apíko] adv (& απίκου)
  • ① naut in the way of hanging in a vertical line, apeak, aweigh (of anchor before ship's departure) (syn kath κατά κάθετον):
    • βιράρω ~ |
    • η καμπάνα χτυπάει νευρικά |
    • άγκυρα απίκου (Karagatsis)
  • ② vertically, perpendicularly (syn L κάθετα, κατακόρυφα):
    • παίρνω το γυαλί, έρχομαι ~ στην άγκυρα και τη βλέπω στο βυθό ανάμεσα σε δυο βράχους (AVlachos) |
    • ο ήλος ψηλώνει, στέκει καταμεσημερίς, κοντραρίζει απίκου τη ρεματιά (Prevelakis) |
    • ο λαγός ερχόταν ~ στο ντουφέκι του (Vasilikos)
  • ③ on the alert, ready for action, prepared (syn phr σε επιφυλακή, syn adj έτοιμος, προετοιμασμένος):
    • οι δυο ναύτες έμειναν απίκου, με τα κουπιά στα χέρια, προσμένοντας το γυρισμό του (Dafnis) |
    • στεκόταν ~ με το σκεπάρνι στο χέρι μην τύχαινε και τον βούλιαζε ο καρχαρίας (Zappas) |
    • απίκου στέκουν κι οσμίζουνται τον αγέρα ν' αρπάξουνε τις ιδέες (Vlami) |
    • το κεφάλι, ο λαιμός, ο ώμος κλ πρέπει να 'ναι ~ συνεχώς, για να εξασφαλίσουν την έγκαιρη διολίσθηση, όταν ριχτεί ο ταύρος (Fteris)

[fr It a picco]

[Λεξικό Γεωργακά]
απίκουπα s. πίκουπα.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες