Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απίθανος -η -ο [apíθanos] Ε5 : 1.που δεν μπορεί εύκολα να γίνει πιστευτός, που δεν είναι πιθανός, απίστευτος: Mου είπε μια απίθανη δικαιολογία. H εκδοχή που παρουσίασε ήταν πολύ απίθανη. || (απρόσ.): Είναι απίθανο να
, για κτ. που μάλλον δεν πρόκειται να γίνει: Είναι απίθανο να έρθει σήμερα. 2. λειτουργεί επιτατικά με θετική κυρίως, αλλά και με αρνητική σημασία, ανάλογα με το χρωματισμό της φωνής: Tι απίθανα πράγματα συμβαίνουν στον κόσμο!, πολύ περίεργα. Έκανε απίθανους συνδυασμούς για να βρει τη λύση, πολλούς και δύσκολους. Tο βιβλίο αυτό κυκλοφόρησε σ΄ έναν αριθμό απίθανο για την Ελλάδα, πολύ μεγάλο. Ύστερα απ΄ όλα αυτά δημιουργήθηκε μια απίθανη κατάσταση, μπερδεμένη και μάλλον δυσάρεστη. || (οικ.) πολύ ωραίος, καταπληκτικός, θαυμάσιος: Aπίθανη γυναίκα. Aπίθανο έργο.
απίθανα ΕΠIΡΡ: Περάσαμε ~ στην εκδρομή, καταπληκτικά, πολύ ωραία. [λόγ. < αρχ. ἀπίθανος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απίθανος, -η, -ο [apíθanos] (L)
- ① improbable, unlikely (ant πιθανός):
- αν κάπου (σε άλλους πλανήτες) υπάρχουν λογικά όντα, πράγμα απιθανότατο, δεν πρόκειται ποτέ να έρθουν σ' επαφή μαζί μας (Panagiotop) |
- μη σας φαίνεται απίθανο να ρίχνουν τουφεκιές μέσα στα χτήματα (Kokkinos) |
- όσο πλησίαζαν στο χωριό, άκουαν τις πιο απίθανες διαδόσεις (TAthanasiadis) |
- poem εύρισκα .. | την ιδέα του πολέμου απίθανη (Vrettakos)
- ⓐ implausible, groundless (near-syn αβάσιμος, αστήρικτος):
- πολύ απίθανο φαίνεται να προήλθαν οι αρματολοί από τους χριστιανούς τιμαριούχους (Vacalop) |
- θα ήταν, αν όχι απίθανο, τουλάχιστον παράδοξο να δεχτούμε ότι το έργο κατασκευάστηκε σ' άλλο εργαστήριο (Tsitouridou) |
- όλα όσα λέγει ο μύθος είναι απίθανα και απαράδεκτα για τη λογική (Theodorakop) |
- δεν μπορεί να αποκλεισθεί η έστω απίθανη εκδοχή ότι ο Λεονάρντο ταξίδεψε στην Eγγύς Aνατολή (Kanellop)
- ② strange, peculiar, bizarre, incongruous (near-syn αλλόκοτος 1, παράξενος):
- ~ άνθρωπος |
- ~ έρωτας, πίνακας |
- απίθανη κατοικία, περιπέτεια, χώρα |
- απίθανο πλάσμα, ζευγάρι |
- απίθανο ερώτημα, θέαμα, ντοκουμέντο |
- απίθανο γλωσσικό ιδίωμα |
- απίθανα γεωμετρικά σχήματα |
- φορούσε απίθανα ρούχα |
- τρώει σε απίθανες ώρες |
- δοκίμασε απίθανα επαγγέλματα |
- πουλούσαν απίθανα βαθύχρωμα κατασκευάσματα από σουσάμι, μπομποτάλευρο, ύποπτα σιρόπια κλ (Theotokas) |
- τι νόημα έχει αυτή η απίθανη επιστράτευση τόσων ηλικιών! (Petsalis) |
- οι πιο απίθανοι άνθρωποι συγκεντρώθηκαν γύρω μας για να γίνουν απόστολοι του επαναστατικού πνεύματος (Melas)
- ⓑ unexpected, surprising (syn απροσδόκητος, εκπληκτικός):
- ~ άθλος, θρίαμβος, λυρισμός |
- απίθανη δύναμη, εμφάνιση, εξέλιξη, μπόρα, σκληρότητα |
- ο σοφέρ μου περνάει το αυτοκίνητο από απίθανα περάσματα (Ouranis) |
- στα νερά της Σαμοθράκης οι ψαροντουφεκάδες θα βρούνε έναν απίθανο κόσμο της θάλασσας (Varelas) |
- η σινική αυτοκρατορία άπλωσε την επιρροή της σε χώρους απίθανους (Panagiotop) |
- χαίρεσαι τα εθνικά χρώματα στα ξένα λιμάνια, στα πιο μακρινά, στα πιο απίθανα (Palaiologos)
- ③ hard to believe, incredible, inconceivable (syn απίστευτος 2):
- απίθανο γεγονός, βιβλίο, παραμύθι |
- απίθανη ιστορία |
- απίθανη βιολογική ορμή |
- απίθανο θράσος |
- βομβαρδισμός ~ σε ένταση |
- εμπειρίες απίθανες σε έκταση και πλούτο |
- οι ψαράδες ανεβάζουν απάνου κάτι ψάρια σε απίθανο μέγεθος (Zappas) |
- η κυβέρνηση χειρίστηκε το ζήτημα με απίθανη αδεξιότητα (Christidis) |
- είδαμε έτσι τα πρώτα βήματα του απίθανου δρόμου που τραβάει για το διάστημα (Petsalis)
- ⓒ imaginary, fantastic, unreal (syn φανταστικός, ant πραγματικός):
- ~ παράδεισος |
- απίθανη ευκολία, ομορφιά |
- απίθανο βουνό, νησί, όνειρο, όραμα, ταξίδι |
- λιβάδι μ' απίθανα χρώματα |
- μαγικές και απίθανες σκηνές |
- απίθανη ατμόσφαιρα ενός κόσμου τεχνητού |
- στο χάος του βάθους οι εργάτες μοιάζουν πλάσματα απίθανα της κόλασης (Venezis) |
- τα Xριστούγεννα σίμωναν, γεμάτα παιδάκια και απίθανους βοσκούς και αγγέλους (Panagiotop) |
- η τέχνη μάς κάνει ν' απλώσομε την εσώτερη ύπαρξή μας σε τόπους μακρινούς ή και απίθανους ακόμη (Papanoutsos)
[fr kath απίθανος ← postmed (Somavera) ← K, AG]
- ① improbable, unlikely (ant πιθανός):