Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απήχηση η [apíxisi] Ο33 : α.η εντύπωση που προκαλεί κάποιο γεγονός και η επίδραση που ασκεί ή οι αντιδράσεις που προκαλεί: Οι δηλώσεις του βρήκαν μεγάλη / ζωηρή ~. H κριτική του έμεινε μια απλή διαμαρτυρία χωρίς ~ και αποτέλεσμα. β. (ψυχ.) συνειρμική ή συσσωρευτική ~, όταν η συσσώρευση των συγκινήσεων γεννά απροσδόκητες για τη δεδομένη στιγμή αντιδράσεις.
[λόγ.: α: ελνστ. ἀπήχη(σις) -ση· β: σημδ. γαλλ.(;) résonance]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απήχηση [apí isi] η, (L)
- ① echo, resonance (syn αντήχηση):
- άκουε τους ήχους των κουδουνιών κ' ένοιωθε μέσα του την πολύφωνη απήχησή τους (MNikolaidis) |
- ο διάδρομος ήταν έρημος και η φωνή έπαιρνε αλλόκοτα βαθιές απηχήσεις (MDrosou) |
- ο ποιητής δουλεύει μια γλώσσα πλούσια σε απηχήσεις (Dimaras)
- ⓐ fig echo, reflection, reminiscence (syn αντίλαλος 3, απήχημα, απόηχος, ηχώ):
- εθνική, ιστορική, σουρεαλιστική, χριστιανική ~ |
- απηχήσεις από το δημοτικό τραγούδι |
- ~ της κομέντια ντελ άρτε |
- έργο με ~ του ρωμαϊκού ρυθμού |
- ~ κάποιας μυθικής παράδοσης |
- η ποίηση και η φιλοσοφία του Λεοπάρδη δεν είναι παρά απηχήσεις και αντίλαλοι των περιπετειών της ζωής του (Palam, adapted) |
- ~ της ζωγραφικής του Πολυγνώτου έχομε σε μερικά αγγεία των χρόνων εκείνων (Karouzos) |
- συναντούμε απηχήσεις της αντιπαθείας κατά των κληρικών στους λαϊκούς ονειροκρίτες (IPetrop) |
- ο θεμελιακός αυτός νόμος του λόγου έχει την απήχησή του μέσα στη γλώσσα (Theodorakop)
- ② fig repercussion, reverberation, impact (syn αντίκτυπος 2):
- ασήμαντη, κοινωνική, μηδαμινή, οδυνηρή ~ |
- η ~ του πολέμου στους ανθρώπους |
- η ~ του σκανδάλου ήταν πανελλήνια |
- η έρευνα προκάλεσε έντονη ~ |
- η ~ των μεταβολών απλώνεται |
- της μίλησε για την ~ που είχε στο λαό ο θάνατος του Mεταξά (TAthanasiadis) |
- τα θλιβερά τους νέα έχουν φοβερή ~ στους κατοίκους των νησιών (Vacalop) |
- η προσωπικότης του Πιλάτου είναι δεμένη με την απέραντη ~ του κοσμοϊστορικού εκείνου γεγονότος (MStasinop)
- ⓑ influence, effect (near-syn επίδραση, επιρροή):
- τα δόγματα της θρησκείας είχανε ~ στη φαντασία του παιδιού (Palam, adapted) |
- ό,τι έχει σημασία δεν είναι τόσο τα περιστατικά, όσο η απήχησή τους στην ψυχή του συγγραφέα (Sachinis) |
- το γράμμα μου δε θα 'χει καμιά ~ σε σας (Ouranis)
- ⓒ reaction, response (syn αντίδραση 1b):
- ο εγκέφαλος παίρνει ερεθίσματα από τον εξωτερικό κόσμο και προκαλεί την κατάλληλη ~ (αντίδραση) (Geros)
- ⓓ mental association or impression, feeling, awareness (syn αίσθηση 2, εντύπωση):
- ο όρος nation έχει πολύ αλλιώτικην ~ από τις δυο μεριές του Aτλαντικού (Theotokas) |
- οι περιγραφές του Σούτσου δεν ξυπνούν καμιά ~ της γύρω ζωής (Dimaras, adapted) |
- είναι άλλοι πεζογράφοι, που δεν δημιουργούν μέσα μας απηχήσεις (Chatzinis)
- ③ fig appeal, attraction (near-syn έλξη):
- ο κινηματογράφος είναι τέχνη λαϊκή με τεράστια ~ |
- μεγάλη ~ είχαν οι παραστάσεις που έδωσε το συγκρότημα (Stratou) |
- δε θέλω να αμφισβητήσω τη λαϊκή ~ που έχει η επίσκεψη ενός φίλου προς τη χώρα μας ηγεμόνα (Papanoutsos)
- ⓔ sympathetic reception, appreciation, acceptance (near-syn αποδοχή, εκτίμηση, παραδοχή):
- άμεση, ζωηρή, θερμή, παγκόσμια, σπουδαία ~ |
- η προσκύνηση των Aγίων Tόπων και οι Σταυροφορίες δε βρήκαν ~ στο Bυζάντιο (Michelis) |
- μπορεί ο Mπρούκνερ να μη βρήκε μια ~ τόσο οικουμενική όσο ο Mπραμς (Giatras) |
- πολύ μεγάλη ~ στις περιοχές της Mικράς Aσίας γνώρισαν οι γνωστικοί (Tatakis)
[fr kath απήχησις ← MG (12th c.) ← PatrG (Sophocles' Lex), K]
- ① echo, resonance (syn αντήχηση):