Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απήγανος ο [apíγanos] Ο20 : αρωματικό φυτό, συνήθ. στη ΦΡ ξορκισμένο(ς)* να ΄ναι με τον απήγανο.
[μσν. απήγαν(ον) μεταπλ. σε αρσ. -ος με βάση την αιτ. < αρχ. πήγανον με ανάπτ. προτακτ. α- 3 από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [ena-pi > enapi > en-api] ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απήγανος [apíγanos] ο, (& πήγανος ο & region. απήγανο & πήγανο το,) bot
- strong-scented herb of the rutaceous family (e.g. Ruta graveolens, Ruta montana etc), herb of grace, rue:
- poem απάνω σε γλυκόριζα κι απήγανο | πετρώνει το χορό των άστρων
- ⓐ phr ξορκίζω με τον απήγανο exorcize evil spirits w. the smell of rue:
- ξορκισμένος να 'σαι με τον απήγανο! |
- φτου σας, σκόρδα κι ~ (Athanas) |
- φτου! σε ξορκίζω με τον απήγανο, πειρασμέ! (Karkavitsas)
[fr postmed (Somavera) απήγανος & ModG απήγανο / πήγανο ← MG (Du Cange) απήγανον / πήγανον ← K (also pap), AG πήγανον]
- strong-scented herb of the rutaceous family (e.g. Ruta graveolens, Ruta montana etc), herb of grace, rue: