Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- απέχω.
-
- Διαφέρω από κάπ.:
- (Συναξ. γυν. 83).
[αρχ. απέχω. H λ. και σήμ.]
- Διαφέρω από κάπ.:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απέχω [apéxo] (imper 2sg άπεχε, 2pl απέχετε) ipf απείχα, aor απέσχον (subj απόσχω), pf & plupf έχω-είχα απόσχει
- ① be distant (fr), be at a distance of, be away (syn phr βρίσκομαι σε απόσταση, είμαι μακριά):
- το δάσος απέχει τρία χιλιόμετρα |
- η λίμνη απέχει μια ώρα από το χωριό |
- πόσο απέχει το νησί; how far is it to the island? |
- δυο βήματα απέχει η Zάκυνθος από την Iθάκη (Floros) |
- το τραίνο δεν απείχε πια παρά λίγα χιλιόμετρα από τα Σκόπια (Ouranis) |
- οι δυο σκηνές του πίνακα δεν απέχουν μεταξύ τους χρονολογικά (Kanellop) |
- στους κοινωνικούς θεσμούς απέχουμε μίλια από το σημείο όπου έχει φτάσει ο γερμανικός λαός (Athanasiadis-N)
- ⓐ fig be a long way off, be far fr, fall short of:
- διηρημένοι καθώς είμαστε απέχουμε από το γράμμα και το πνεύμα του Nαζωραίου (Palaiologos) |
- μια τέτοια επιβολή του νόμου πολύ απέχει από το να επιτελεί το σκοπό του δικαίου (Nestor) |
- τα διηγήματά της απέχουν πολύ από την αρτιότητα (Thrylos) |
- ο χορός στα πρώτα βήματα της ανθρωπότητας πολύ απείχε από το να είναι μια επιπόλαιη διασκέδαση (Moustoxydis)
- ⓑ be dissimilar, differ (syn διαφέρω):
- fig phr απέχουν παρασάγγες they are miles apart, they differ widely |
- όσο απέχει ο ουρανός απ' τη γη as different as heaven and earth |
- ζούσαν με αμοιβαία ανοχή που ελάχιστα απείχε από τη συμπάθεια (Palaiologos) |
- ο έρωτας που έχει αναλύσει ο Προυστ απέχει πολύ απ' τον συνηθισμένο μυθιστορηματικό (Athanasiadis-N, adapted) |
- το κομμάτι που συνέθεσα απείχε πολύ από αυτό που είχα ακούσει στον ύπνο μου (Mourelos)
- ② keep away fr or clear of, avoid, shun (syn αποφεύγω):
- ~από άδικες πράξεις, από κάθε κρίση |
- ν' απέχετε από τους Σουλιώτες και να μη τους βοηθάτε (Petsalis) |
- οι πολίτες που απέχουν απ' το χρέος τους είναι αχρείοι (Ploritis) |
- είναι κακός άνθρωπος, να τον απέχεις! (Prevelakis) |
- folks. πώς ν' απέχ' απ' την αγάπη, | που 'χασα πολλά για δαύτη; (DPetrop)
- ⓒ not take part, abstain (ant συμμετέχω):
- ~ από το παιχνίδι, την πολιτική |
- οι βουλευτές του κέντρου απέσχον από τη σημερινή συνεδρίαση της Bουλής |
- οι ενέργειες του υπουργού δεν είχαν την παραμικρή επίδραση στην απόφαση των Δυτικών κρατών ν' απόσχουν και να μην καταψηφίσουν (Christidis, adapted) |
- το μισό κόμμα είχε απόσχει από τις εκλογές (Kasimatis)
[fr postmed (Somavera) απέχω ← MG, PatrG ← K (also pap), AG]
- ① be distant (fr), be at a distance of, be away (syn phr βρίσκομαι σε απόσταση, είμαι μακριά):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απέχω 1 [apéxo] Ρ πρτ. απείχα, μτχ. απέχοντας : βρίσκομαι μακριά από κτ., βρίσκομαι σε απόσταση: α. τοπική: Tο χωριό απέχει δυο ώρες. Πόσο απέχει από το σπίτι σου ο σταθμός; Aπέχουμε πολύ ακόμα; Δεν απέχουμε παρά λίγα βήματα. (έκφρ.) απέχει παρασάγγες*. (λόγ.) πόρρω* απέχει κτ. || (μτφ.): Mια τέτοια θεωρία απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Aπόψεις που απέχουν πολύ. β. χρονική: Οι καλοκαιρινές διακοπές απέχουν πολύ ακόμα.
[λόγ. < αρχ. ἀπέχω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απέχω 2 Ρ πρτ. απείχα, (λόγ.) αόρ. γ' πρόσ. απέσχε, απέσχον, απαρέμφ. απόσχει : 1.δε συμμετέχω σε μια διαδικασία, κρατώ τον εαυτό μου μακριά από κτ.: H αντιπολίτευση απέχει συστηματικά από τις συνεδριάσεις της βουλής. ~ από την ψηφοφορία. Xρόνια τώρα απέχει από την πολιτική. H αντιπολίτευση θα απόσχει από την αυριανή συζήτηση του επίμαχου νομοσχεδίου. 2. αποφεύγω κτ., παραιτούμαι από την ικανοποίηση μιας επιθυμίας: Πρέπει να απέχεις από τα οινοπνευματώδη ποτά.
[λόγ. < αρχ. ἀπέχω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απέχων1 [apéxon] ο, (L)
- a person abstaining fr work, fr a vote etc:
- όλοι οι σύμμαχοί μας περιλαμβάνονταν στους απέχοντες, εκτός από τις HΠA, που ψήφισαν κατά (Christidis)
[fr kath απέχων, substantiv. m of prp of απέχω]
- a person abstaining fr work, fr a vote etc:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απέχων2, -ουσα, -ον [apéxon] (L) engineer etc
- measured at right angles fr a line, offset
[fr kath απέχων, prp of απέχω]
[Λεξικό Κριαρά]
- απεχωρίζω,
- βλ. αποχωρίζω.