Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απέχθεια η [apéxθia] Ο27 : έντονη, ισχυρή αντιπάθεια για κπ. ή για κτ., αποστροφή: Nιώθω / αισθάνομαι μεγάλη ~ γι΄ αυτόν τον άνθρωπο. Έχει φοβερή ~ στις γάτες. Γύρισε αλλού τα μάτια με ~. || Mου προκαλεί μεγάλη ~.
[λόγ. < αρχ. ἀπέχθεια]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απέχθεια [apéxθia] η, (L)
- loathing, aversion, repulsion (syn αποστροφή, αποτροπιασμός L, σιχασιά):
- απροκάλυπτη, ασυγκράτητη, βαθιά, έντονη, φοβερή ~ |
- δείχνω, εκφράζω, κρύβω, τρέφω ~ |
- αίσθημα, χειρονομία απέχθειας |
- ~ για την εργασία, τις συμβατικότητες |
- ~ προς τις ριζοσπαστικές ιδεολογίες, τα ανελεύθερα συστήματα |
- ~ κατά του δυνάστη |
- το κρέας τού προκαλεί ~ |
- η ανυπόφορη εικόνα γέμιζε την καρδιά του με ~ (Palam) |
- ο Kαζαντζάκης αισθανότανε ~ για τον άνθρωπο (Thrylos) |
- η βίαιη εισβολή της αρσενικής σάρκας στη σάρκα μου μονάχα ~ μου γεννούσε (Karagatsis) |
- έσπρωξε το φλιτζάνι με κάποιαν ~ (Myrtiotissa)
[fr kath απέχθεια ← K (also pap), AG]
- loathing, aversion, repulsion (syn αποστροφή, αποτροπιασμός L, σιχασιά):