Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απέρχομαι [apérxome] Ρ αόρ. απήλθα, απαρέμφ. απέλθει : (λόγ.) αποχωρώ, απομακρύνομαι. ΦΡ απελθέτω απ΄ εμού το ποτήριον* τούτο.
[λόγ. < αρχ. ἀπέρχομαι]
[Λεξικό Κριαρά]
- απέρχομαι.
-
- 1)
- α) Bαδίζω, προχωρώ:
- απέλθωμεν αμφότεροι τον δρόμον ακινδύνως (Bίος Aλ. 3568)·
- β) περνώ, προχωρώ:
- (Xρον. Mορ. H 1595).
- α) Bαδίζω, προχωρώ:
- 2) Περιέρχομαι, περιοδεύω:
- ο αφέντης … σωματικώς να απέρχεται εντός του πριγκηπάτου (Xρον. Mορ. H 7883).
- 3) Eκστρατεύω:
- Tο δε θέρος του πδου έτους απήλθε κατά Bλαχίας μετά πάσης της δυνάμεως αυτού (Σφρ., Xρον. 19225).
- 4) Φεύγω (από τη ζωή), πεθαίνω:
- (Σπαν. V 175)·
- φρ. απέρχομαι εκ τον κόσμον = πεθαίνω:
- (Xρον. Mορ. P 2442).
[αρχ. απέρχομαι. H λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Γεωργακά]
- απέρχομαι [apérxome] aor 3sg απήλθε (subj απέλθει) (L)
- go away, leave, depart (syn αποχωρώ, φεύγω):
- ο δάσκαλος πρέπει να ανήκει σε ό,τι εκλεκτότερο έχει να παρουσιάσει η γενεά που απέρχεται (Papanoutsos) |
- ζω σαν άνθρωπος, ο οποίος πρόκειται ν' απέλθει του κόσμου τούτου (Zotos) |
- poem .. σαν ηθοποιός | που, όταν η παράστασις τελειώσει, | αλλάζει φορεσιά κι απέρχεται (Kavafis)
[fr kath απέρχομαι ← MG (Digenis etc) ← PatrG, K (also pap), AG]
- go away, leave, depart (syn αποχωρώ, φεύγω):