Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απέριττος -η -ο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
απέριττος, επίθ.
  • Που δεν έχει τίποτε περιττό, απλός, λιτός:
    • (Δούκ. 3658).

[μτγν. επίθ. απέριττος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απέριττος -η -ο [apéritos] Ε5 : που δεν έχει τίποτα περιττό, που δεν έχει τίποτα περισσότερο απ΄ ό,τι και όσα πρέπει: H διακόσμηση ήταν απλή και απέριττη. Zούσαν μια απέριττη ζωή. || Aπέριττο ύφος. Ο λόγος του ήταν μεστός και ~. απέριττα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἀπέριττος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απέριττος, -η, -ο [apéritos] (L)
  • lacking superfluity, plain, simple (near-syn απλός, αστόλιστος, λιτός):
    • ~ δρόμος, λόφος, τάφος |
    • απέριττη διακόσμηση, επίπλωση, ομορφιά, τεχνική |
    • απέριττη γραμμή, επιφάνεια, μορφή |
    • απέριττο γραφείο, μνημείο, ντύσιμο, σαλόνι, σπίτι |
    • παλτό από μαλλί σε απέριττα σχέδια |
    • το απέριττο φυσικό περιβάλλον |
    • μικρή και απέριττη πόλη |
    • βαριά, απέριττη αρχιτεκτονική |
    • λιτά και απέριττα μέσα |
    • από δώ και πάνω αρχίζει η αυστηρή, η απέριττη μοναξιά του Oλύμπου (Venezis) |
    • η μητρόπολη γοητεύει με την απέριττη και επιβλητική πρόσοψή της (KParaschos) |
    • η μουσουλμανική αρχιτεκτονική δίνει την αίσθηση του απέριττου μεγαλείου και της γύμνιας (Panagiotop) |
    • απέριττη, διόλου φανταχτερή είναι η σύνθεση του κλέφτικου τραγουδιού (Apostolakis)
  • ⓐ unadorned, unaffected, plain, concise (near-syn απλός, λιτός):
    • σεμνό και απέριττο ήθος |
    • ~ λόγος, στίχος |
    • απέριττη αφήγηση, περιγραφή |
    • απέριττο κείμενο |
    • απλό και απέριττο ύφος |
    • απέριττη επιστημονική έκφραση |
    • απέριττη και αυστηρά οργανωμένη ποίηση |
    • απέριττες ποιητικές εικόνες |
    • ο λαϊκός πολιτισμός είναι ~ |
    • οι σκηνές είναι δοσμένες με τους ίδιους λιτούς και απέριττους εκφραστικούς τρόπους (Sachinis) |
    • έχει χιούμορ, δίνει σελίδες δροσερές, απέριττες (Charis) |
    • νοιώθει τη γοητεία των πραγμάτων και τα αποδίδει με την απέριττη λεκτική τους εγκράτεια (Dizikirikis)

[fr kath απέριττος ← MG (15th c.) ← PatrG, K]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες