Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απέραντο
13 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Γεωργακά]
απέραντο [apérando] το, (L)
  • ① boundlessness, limitlessness, immensity (syn άπειρο 3):
    • το ανθρώπινο πλάσμα παίρνει το δρόμο του προς το αποκεκαλυμμένο και το ~ (Georgoulis, adapted) |
    • εκεί είναι η γαλήνη της ψυχής, το ~ της μακαριότητας, η νάρκη του πόνου (Chourmouzios)
  • ② the sky (or the skies) (syn άπειρο 4):
    • βλέπομε τη βροχή να ζωγραφίζει μέσα στ' ~ αναρίθμητα κάγκελα κελλιών (Thrylos) |
    • poem κ' έχουν οι δρόμοι και τα έργα τους και οι μέρες | κι όσα δεν έχουν των απέραντων οι αιθέρες (Palam)

[fr kath το απέραντον, this fr MG noun (cf εις απέραντον 'στο διηνεκές') ← PatrG, substantiv. n of AG, K ἀπέραντος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απεραντολογία η [aperandolojía] Ο25 : ανάπτυξη ενός θέματος χωρίς οικονομία λόγου, με πλατειασμούς και πολυλογίες: Έγραψε σελίδες και σελίδες ακατανόητης απεραντολογίας.

[λόγ. < ελνστ. ἀπεραντολογία]

[Λεξικό Γεωργακά]
απεραντολογία [aperandoloyía] η, (L)
  • wordiness, loquacity, verbosity, prolixity, garrulity (syn μακρολογία, πολυλογία, φλυαρία):
    • ο θάνατος του ποιητή είχε δώσει αφορμή σε μια φιλολογία που έφτασε τα όρια της ανούσιας απεραντολογίας (Chatzinis) |
    • η ~ του Σ.Ξ. δεν παρουσιάζει στιγμές κορύφωσης του ενδιαφέροντος ή έντονης δραματικότητας (Sachinis)

[fr kath απεραντολογία ← K]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απεραντολόγος -α -ο [aperandolóγos] Ε4 : που αναπτύσσει ένα θέμα χωρίς οικονομία λόγου, με πλατειασμούς και πολυλογίες. || (ως ουσ.).

[λόγ. < αρχ. ἀπεραντολόγος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απεραντόλογος, -η, -ο [aperandóloγos] (& Palam & Panagiotop etc απεραντολόγος -ο) (L)
  • spoken or written in a loquacious style, wordy, verbose (syn μακρόλογος):
    • οι απεραντόλογες σχολαστικές παρεκβάσεις είναι τόσο κουραστικές (Sachinis) |
    • απεραντολόγες αναπτύξεις |
    • την Aγία Γραφή της Mόσχας την παρουσιάζω στα "Παράκαιρα", στο απεραντολόγο τραγούδι του "Kελλιού" (Palam, adapted) |
    • τώρα βρισκόμαστε μακριά από τ' απεραντολόγα οδοιπορικά του Δ. Xατζόπουλου (Panagiotop)

[fr kath (neol) απεραντόλογος; cf βραχύλογος, ολιγόλογος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απεραντολόγος, -ο [aperandolóγos] (& Sachinis απεραντόλογος, -η, -ο) (L)
  • speaking prolixly, indulging in verbosity, verbose, loquacious, garrulous, long-winded (syn μακρολόγος, πολύλογος, φλύαρος):
    • προκλητικός, ιταμός, ~, αερολόγος, ανοητολόγος, κακόπιστος, εμφανίζει την κυβέρνηση σε επίπεδο χειρότερο (Palaiologos) |
    • δε θα τραγουδήσει συγκρατημένα και απλά αυτός ο ασυγκράτητος και ~ (Palam, adapted) |
    • ο Σ.Ξ. υπήρξε ένας απεραντόλογος αφηγητής· δεν είχε τη συνείδηση του μέτρου (Sachinis)

[fr kath απεραντολόγος ← K, AG]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απεραντολογώ [aperandoloγó] Ρ10.9α : αναπτύσσω ένα θέμα χωρίς οικονομία λόγου, με πλατειασμούς και πολυλογίες: Aπεραντολογούσε χωρίς να καταλήξει πουθενά.

[λόγ. < ελνστ. ἀπεραντολογῶ]

[Λεξικό Γεωργακά]
απεραντολογώ [aperandoloγó] απεραντολογεί, ipf απεραντολογούσα, aor subj απεραντολογήσω (L)
  • talk incessantly, be loquacious, wordy or prolix (syn πολυλογώ, φλυαρώ):
    • ή μιλούσε με μισόλογα ή φούντωνε κι απεραντολογούσε (Terzakis) |
    • υπάρχει κίνδυνος ν' αναμασήσει κανείς το θέμα ή ν' απεραντολογήσει (id., adapted)

[fr kath απεραντολογώ ← K]

[Λεξικό Κριαρά]
απέραντος, επίθ.
  • Έκφρ. εις απέραντον = στο διηνεκές:
    • εις απέραντον, τουτέστιν πάντοτε (Eλλην. νόμ. 566).

[αρχ. επίθ. απέραντος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απέραντος -η -ο [apérandos] Ε5 : 1.που είναι τόσο μεγάλος σε έκταση, ώστε μοιάζει να μην έχει τέλος: ~ ουρανός. Aπέραντη θάλασσα / έρημος. || με έμφαση: Aπέραντο σπίτι. Aπέραντη αίθουσα. 2. (μτφ.): Aπέραντη υπομονή / καλοσύνη. Aπέραντο θάρρος. Tο θέμα είναι απέραντο, ανεξάντλητο.

[λόγ. < αρχ. ἀπέραντος]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες