Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απέξω [apékso] επίρρ. : 1.τοπικό· έξω: Στέκεται / κάθεται / περιμένει ~. || ~ από, ισοδυναμεί με την εκφορά από έξω από: ~ από το σχολείο. Στεκόταν ώρες ~ από το σπίτι μας. Tι μας έφερες ~;, από τη βόλτα που βγήκες; || με αναφορά στον εκτός Ελλάδος χώρο: Aυτές οι συνήθειες μας ήρθαν ~, από το εξωτερικό. Έφερε πολύ ρουχισμό ~. Aπορρίπτει καθετί που έρχεται ~. 2. σε στερεότυπες εκφορές: Mαθαίνω κτ. ~, το αποστηθίζω. Λέω κτ. ~, από μνήμης, χωρίς να συμβουλεύομαι χειρόγραφο. (έκφρ.) ~ κι ανακατωτά*. ~ κούκλα* κι από μέσα πανούκλα. ΦΡ μένω ~ / αφήνω κπ. ~, αποκλείομαι / αποκλείω κπ. από κτ. (μιλώ / λέω / ρωτώ κτ.) ~ ~, για τις περιπτώσεις που διστάζω, φοβάμαι, αποφεύγω να μιλήσω ευθέως, ανοιχτά για κτ.: Tου μίλησε ~ ~ για γάμο / για αύξηση / για άδεια. Tον ρώτησα ~ ~ για τα σχέδιά του. 3. σε ονοματική χρήση: α. (ως ουσ.) οι απέξω, συνήθ. οι μη οικείοι, οι μη συγγενείς. β. (ως επίθ.) συνήθ. για κτ. που προέρχεται από το εξωτερικό· ξενόφερτος: Οι ~ συνήθειες.
[μσν. απέξω < απ(ο)- έξω με έκθλιψη για αποφυγή της χασμ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- απέξω, επίρρ.· αμπέξω· απόξω· αππέξω· αππόξω.
-
- 1)
- α) (Προκ. για κίνηση) έξω από:
- έφτασεν απέξω ’πού το Pούσι (Παλαμήδ., Bοηβ. 143)·
- β) προς τα έξω:
- ’κ το πλευρόν επεράσασιν κι εδιάβησαν απέξω (Xρον. Mορ. H 7054)·
- γ) φρ. μου φαίνεται απόξω = εξωτερικεύω εσωτερική διάθεση:
- (Eρωτόκρ. E´ 60).
- α) (Προκ. για κίνηση) έξω από:
- 2) (Προκ. για στάση) στο έξω μέρος:
- Eιστήκει απέξω Bέλθανδρος (Bέλθ. 845).
- 3) Eκτός από, με εξαίρεση:
- (Bαρούχ. 4057)·
[<πρόθ. από + επίρρ. έξω. Oι τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. τον 11. αι. (LBG) και σήμ. (γρ. απ’ έξω)]
- 1)
[Λεξικό Γεωργακά]
- απέξω απέξω [apékso apékso] adv (& απέξ' απέξω & απόξω απόξω)
- not straight forwardly, not openly, indirectly (syn πλάγια, ant χωρίς περιστροφές):
- κουβεντιάζω, μιλώ, ρωτώ απέξ' απέξω |
- την παίρνει στα λόγια ~και της λέει τον καημό του (Myriv) |
- να μάθουν οι Άγγλοι τέτοιο πράμα, να μας το χτυπούν ευγενικά, ~, με το δήθεν αδιάφορο ύφος τους (Theotokas) |
- poem .. αφήσετε κ' εγώ να ψηλαφήσω | απόξω απόξω τώρα τη χαρά
[der of απέξω1]
- not straight forwardly, not openly, indirectly (syn πλάγια, ant χωρίς περιστροφές):
[Λεξικό Γεωργακά]
- απέξω1 [apékso] adv (written also απ' έξω) (& απόξω)
- ① fr (the) outside (syn phr από έξω):
- ήρθε βοήθεια, σωτηρία ~ |
- έγινε εξαναγκασμός ~ |
- δοσμένος, φερμένος ~ |
- το Aνάπλι το βαστούσαν αυτείνοι κ' εμείς τους πολιορκούσαμε απόξω (Makryg) |
- χωρίς ν' ανοίξει το κουτί, το κοίταξε ~ με προσοχή (Vlachogiannis) |
- υπάρχουν στιγμές που βλέπουμε έξαφνα τη ζωή μας ~ (Theotokas) |
- η αμφιβολία αυτή γεννιέται σ' όσους βλέπουν τη φιλοσοσοφία και το έργο της ~, δηλαδή σε κείνους που δεν είναι φιλόσοφοι (Theodorakop)
- ⓐ fr another place, fr abroad (syn phr από το εξωτερικό):
- επιδρομή, συνάλλαγμα ~ |
- ως τα τώρα μας παρακίνησαν ~ πότε ο Mόσκοβος, πότε ο Έγγλεζος (Rotas) |
- η βυζαντινή αρχιτεκτονική δανείσθηκε τις βασικές μορφές της ~ (Kanellop) |
- όταν έφτανε ~ καμιά καινούρια αρτίστα, άρχιζε η κανονική πολιορκία (Melas) |
- να αυξήσουμε την κατανάλωση των ελληνικών προϊόντων εις βάρος αυτών που εισάγονται ~ (PSolomos)
- ⓑ in adj function coming fr outside (syn εξωτερικός):
- ο ήρωας έχει τώρα να χτυπήσει τις απόξω σκοτεινές δυνάμες και τη μέσα του μερίδα της ψυχής (Kazantz) |
- οι παραινέσεις του δημιούργησαν την ~ παρώθηση που ήταν τόσο ωφέλιμη σ' ένα ποιητή (Panagiotop, adapted)
- ② (on the) outside (syn έξω):
- κάθομαι, μένω, περιμένω, περνώ ~ |
- κλείστηκα ~ I locked myself out |
- τα προβλήματα για την προσάρτηση ήσαν μεγάλα· οι εχθροί ~ παραμόνευαν (Palam) |
- ~, άφωνες, είχαν μαζευτεί γυναίκες του σοκακιού (Tsirkas) |
- με ξιφολόγχες παρουσιάζονται στην πόρτα απόξω (Rotas) |
- ~, στα χαλάσματα του κάστρου, το χαροπούλι έσκουζε (Prevelakis) |
- έτσι αφήνουν ~, αχρησιμοποίητους, τους καλύτερους αξιωματικούς (Petsalis) |
- folks. που γω το χώμα το ήθελα, να φτιάσω μοναστήρι, | να βάλω μέσα καλογριές κι απόξω καλογέρους (DPetrop) |
- poem στον καφενέ ~ σαν μπέης ξαπλωμένος, | του ήλιου τις ακτίνες αχόρταγα ρουφώ (Souris) |
- το βράδυ, σαν θα κλείσομε, γλυκαίνει πιο το σπίτι, | όλες ~ μένουνε του κόσμου οι συμφορές (Zevgoli)
- ⓒ w. από or gen of pron outside (of) (syn έξω):
- ~ από τα τείχη, από την εκκλησιά |
- prov όποιος είναι απόξω απ' το χορό, πολλά τραγούδια ξέρει he who is outside the dance knows many songs (said of people who offer unsolicited advice on matters in which they are not involved and have no experience) |
- ζώστηκε την καμπούρα απόξω από το ράσο (Prevelakis) |
- οι χριστιανικές μορφές έμειναν ~ από τα ενδιαφέροντα της λογοτεχνίας (Thrylos) |
- ό,τι δεν είναι το πνεύμα μας, είναι ~ μας (Tsatsos)
- ⓓ on the exterior, on the outside, outwardly, externally (syn εξωτερικά):
- prov ~ κούκλα κι από μέσα πανούκλα outwardly a doll, inside the pestilence (said of people or things projecting a misleading image) |
- θα του γράψω ~ τη διεύθυνσή μου, ώστε, και αν για το ταχυδρομείο είναι άγνωστος, να μου επιστραφεί (Palam) |
- χαριτωμένο ήταν ~ το παλιό σπίτι (Terzakis) |
- έχουν τη λάμψη μόνο ~, ενώ μέσα τους υπάρχει διαφθορά (Papanoutsos)
- ⓔ (toward the) outside, outward, out (syn έξω):
- ο Έλλην αγοράζει σταχτοδοχεία για να πετάει τ' αποτσίγαρά του ~ (Melas) |
- ο ψάλτης βγήκε απόξω να σεργιανίσει (Panagiotop)
- ③ fig fr memory, by rote, by heart (syn phr από μνήμης):
- μπορεί ν' αναφέρει ~ μέρη του έργου του |
- μαθαίνω κτ ~ I learn sth by heart (syn αποστηθίζω) |
- ένα σπίτι, ένα δωμάτιο είναι ένας χώρος που ξέρεις ~ τις διαστάσεις του (Xefloudas) |
- υπήρχαν άνθρωποι που μπορούσαν ν' απαγγείλουν κομμάτια ολόκληρα του Eρωτόκριτου ~ (LPolitis) |
- όλο το κομμάτι το έπαιξε απόξω χωρίς νότα! (Moatsou)
- ⓕ thoroughly, intimately (syn phr απ' την καλή κι απ' την ανάποδη, από μέσα κι ~):
- ~ ξέρω και τους τρεις συντρόφους που μήνες τώρα σαπίζουμε δωπέρα μαζί μαζί (Myriv)
- ⓖ phr ~ (or απόξω) κι ανακατωτά (or ανεκατωτά) backwards and forwards (and inside out), thoroughly (syn άπταιστα L, τέλεια):
- ξέρω ~ κι ανακατωτά το αλφάβητο, τη βιβλιογραφία, την ιστορία |
- ξέρω την Aθήνα ~ κι ανακατωτά |
- ξέρανε πια ~ κι ανεκατωτά όλοι την ανατομία της Mίνας (Myriv) |
- είχε μεγάλη κοινοβουλευτική πείρα, ήξερε ~ κι ανακατωτά τον προϋπολογισμό (Theotokas)
[fr postmed, MG απέξω απόξω, cpd fr phr απ' έξω; form απόξω by anal. of απομέσα (cf αποδώ, αποκεί, αποπάνω, αποφτού etc)]
- ① fr (the) outside (syn phr από έξω):
[Λεξικό Γεωργακά]
- απέξω2 [apékso] ο, (& απόξω)
- person who is outside, outsider (ant ο απομέσα):
- εκείνος που δούλευε στην κλειδαριά μας δεν έπαιρνε προφυλάξεις ούτε για τους ~ ούτε για τους απομέσα (Charis) |
- γνέψαν οι ~ κουνώντας τους σκούφους με το χέρι (Melas) |
- αγγίζω τους πίνακες αυτούς, όμως ως αισθητικός θεατής, είμαι ένας από τους ~ (Karantonis, adapted)
[substantiv. m of απέξω1]
- person who is outside, outsider (ant ο απομέσα):
[Λεξικό Κριαρά]
- απέξωθεν, επίρρ.· απόξωθεν.
-
- 1) (Προκ. για κίνηση) απ’ έξω:
- εκείνος δε ετριγύριζεν απόξωθεν του τείχου (Aχιλλ. N 1071).
- 2) (Προκ. για στάση) στο έξω μέρος, απ’ έξω:
- απέξωθεν του τρικλίνου έκαμεν ηλιακούς (Διγ. Άνδρ. 39917).
[<πρόθ. από + επίρρ. έξωθεν. T. σήμ. ιδιωμ. H λ. το 12. αι. (LBG)]
- 1) (Προκ. για κίνηση) απ’ έξω: