Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απέλπιδα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απέλπιδα [apélpi∂a] adv (L)
  • without hope, hopelessly, despairingly (syn ανέλπιδα 1, απεγνωσμένα 1b, απελπισμένα):
    • κλαίει ~ |
    • αναζήτησε επίμονα, ~ - και δίχως ποτέ να τον βρει - τον έρωτα (Ouranis) |
    • θα ψηλαφώ πια τότες ~ τυφλός τους ήχους (Papatsonis)

[der of απέλπιδος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες