Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απέθαντος -η -ο [apéθandos] Ε5 : (λαϊκότρ.) συνήθ. μτφ., για αντικείμενο χρήσης που δεν καταστρέφεται, δε χαλά εύκολα, που έχει μεγάλη αντοχή· αθάνατος2β: Aπέθαντο ρούχο / παπούτσι / έπιπλο. Aπέθαντα σεντόνια.
[α- 1 πεθαν- (πεθαίνω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απέθαντος, -η, -ο [apéθandos]
- ① undying, deathless, immortal (syn αθάνατος 1):
- απέθαντοι θεοί, απέθαντο θεριό |
- τ' απέθαντο κορμί της Pωμιοσύνης |
- δεν μπορώ πια να μυριστώ ψημένο κρέας χωρίς ν' ανέβει στο μυαλό μου, γελαστός, ~, με το ψητό γουρουνόπουλο στα χέρια, ο παππούς μου (Kazantz)
- ② fig lasting, enduring, permanent (syn αθάνατος3):
- απέθαντα τραγούδια |
- το απέθαντο λαϊκό πνεύμα |
- απέθαντη αγάπη, ελπίδα, πίστη |
- ο ήρωας διαδηλώνει την απέθαντη παλληκαριά του (Chourmouzios) |
- εκείνες οι παλιές κι απέθαντες θύμησες κάθε τόσο ξυπνούσαν να τον τυραννήσουν (Karagatsis, adapted) |
- ο Πλάτων επήρε το μύθο και τον ανάδειξε σε μορφή του λόγου απέθαντη (Theodorakop)
[cpd of priv. α- w. *πεθαντός ← *αποθανητός influenced by aor απέθανε in the form *πεθαν-; for the credibility of *αποθανητός cf the actual deriv. αποθανητέον, 1st half of 3rd c. AD, based likewise on aor form αποθάνη]
- ① undying, deathless, immortal (syn αθάνατος 1):