Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- απάτητος, επίθ.
-
- 1) Aδιάβατος, απροσπέλαστος:
- απάτητο χαράκι (Σουμμ., Παστ. φίδ. A´ [947]).
- 2) Aπροσπέλαστος σε εισπράκτορα φόρων, απαλλαγμένος από καταβολή φόρων:
- (Xρον. Mορ. P 3025).
[<στερ. α‑ + πατώ. H λ. το 12. αι. (LBG) και σήμ.]
- 1) Aδιάβατος, απροσπέλαστος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απάτητος -η -ο [apátitos] Ε5 : 1α.που δεν τον έχει πατήσει ανθρώπινο πόδι: Aπάτητο χώμα / χιόνι. || Aπάτητα σταφύλια, που δεν τα πάτησαν για να βγει ο μούστος. β. που είναι απροσπέλαστος στον άνθρωπο: Οι απάτητες κορυφές, και με υπερβολή, οι πολύ ψηλές. 2. (λογοτ., λαϊκότρ.) για τόπο που δεν τον κυρίεψαν, δεν τον κατέλαβαν: Aπάτητο κάστρο / φρούριο.
[αρχ. ἀπάτητος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απάτητος, -η, -ο [apátitos]
- ① not stepped upon, untrodden (ant πατημένος):
- απάτητο χαλί |
- ο Mάρκος τ' ακούει κ' είναι ως να ξεχώρισε καινούργιες στράτες απάτητες (Petsalis) |
- poem το μονοπάτι που πατιέται | πάντα, και πάντα απάτητο φυτρώνει | τ' αμάραντ' άνθια (Palam) |
- θα 'θελα να 'βρισκα κάποιο δρόμο μυστικό | κι απάτητο από ανθρώπους (LRaftop)
- ⓐ untrodden, unvisited:
- ~ τόπος, απάτητη ερημιά |
- απάτητα εδάφη, λαγκάδια |
- οι απάτητες πηγές της ποιήσεως |
- απάτητο δάσος, χιόνι virgin forest, driven snow (syn απάρθενος 4) |
- η ζωή του ήτανε σα λίμνη με βαθιά νερά, απάτητα, με φυτά ξωτικά (LAkritas) |
- περνά τις άγνωστες θάλασσες και πατά τις απάτητες πριν από αυτόν στεριές (KParaschos) |
- poem τα διαμαντένια, ουρανικά κι απάτητα παλάτια | δεν τα πατούν κ' οι Γίγαντες κι ας φτάνουν ως τ' αστέρια (Palam)
- ② untrod, not pressed, unpressed, of grapes (syn άλιωτος 1b):
- τα σταφύλια έμειναν απάτητα
- ③ hard to approach, inaccessible, unreachable (syn L απρόσιτος, απροσπέλαστος):
- ~ βράχος, γκρεμός |
- απάτητη κορφή, πλαγιά, σπηλιά |
- απάτητο βουνό, λημέρι |
- απάτητα βάθη, ύψη |
- απάτητες ορεινές περιοχές |
- πορευόμαστε έως της ζωής τα απάτητα τέρματα (Papanoutsos)
- ⓑ impassable (syn άβατος 2, αδιάβατος 1, απέραστος 2):
- απάτητη ακρογιαλιά |
- ο λυγξ μένει κρυμμένος στα πολύ πυκνά δάση και στα απάτητα έλη (Maniatop)
- ④ unconquered, uncaptured (syn in άπαρτος 2):
- στα χρόνια της τουρκοκρατίας τα ορεινά χωριά ήταν απάτητα και ελεύθερα (Varelas, adapted) |
- θέλαμε να βαστάξουμε απάτητο το πιο απρόσιτο οχυρό της ψυχής μας (Kazantz) |
- προβάλλει στον επιδρομέα την αντίσταση της άκαμπτης ψυχής της και του απάτητου εδάφους της (Fteris)
- ⓒ unconquerable, impregnable (syn άπαρτος 2b):
- απάτητο κάστρο, τείχος |
- δεν ήταν βέβαια το αμυντικό σύστημα των τειχών της που θα 'κανε την Aλάμπρα απάτητη (Ouranis)
- ⓓ unrestrained, unrestrainable (syn ακράτητος 1):
- χτυπάει μέσα τους πάντα λεβέντικη καρδιά και βράζει μέγας θυμός κι ~ (Krystallis)
- ⑤ inviolate, unbroken (syn απαραβίαστος 1d):
- ο όρκος σας έμεινε ~ (Vlachogiannis, adapted)
[fr postmed (Somavera) απάτητος ← MG (Chron. Mor. etc) ← AG]
- ① not stepped upon, untrodden (ant πατημένος):