Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απάτητα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απάτητα [apátita] τα,
  • untrodden and/or inaccessible places:
    • και τω βουνών τ' ~ κι αυτά τον αποδιώχνουν (Vlachogiannis) |
    • γυρεύουμε τ' άγνωστα, τ' απόκρυφα, τ' ~, τα παρθένα, τ' αξεδιάλυτα (Karantonis)

[substantiv. n pl (sc μέρη) of απάτητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες