Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απάτητα [apátita] τα,
- untrodden and/or inaccessible places:
- και τω βουνών τ' ~ κι αυτά τον αποδιώχνουν (Vlachogiannis) |
- γυρεύουμε τ' άγνωστα, τ' απόκρυφα, τ' ~, τα παρθένα, τ' αξεδιάλυτα (Karantonis)
[substantiv. n pl (sc μέρη) of απάτητος]
- untrodden and/or inaccessible places: