Παράλληλη αναζήτηση
15 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απάτη η [apáti] Ο30 : 1.ενσυνείδητη παραποίηση της αλήθειας, που στηρίζεται στην εμπιστοσύνη και στην ευπιστία των άλλων και αποβλέπει σε οικονομικά κυρίως οφέλη: Aυτή την ~ δεν την περίμενα από σένα. || (νομ.) ποινικό αδίκημα που στρέφεται κατά της ξένης περιουσίας: Mηνύθηκε / καταδικάστηκε για ~. || Οπτική ~, η οφθαλμαπάτη, λαθεμένη αντίληψη για τη μορφή και τις διαστάσεις των αντικειμένων στο χώρο: Ο αντικατοπτρισμός είναι ένα φαινόμενο οπτικής απάτης. 2. (μτφ., προφ.) για πρόσωπο ή πράγμα με εμφάνιση ή τρόπους παραπλανητικούς· που έχει κακό χαρακτήρα ή κακή ποιότητα: Aυτός ο άνθρωπος είναι σκέτη ~. Tα παπούτσια που αγόρασα ήταν μια ~.
[αρχ. & λόγ. < αρχ. ἀπάτη]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απάτη [apáti] η,
- ① swindle, hoax, fakery, deceit (syn απατεωνία 1, δόλος, εξαπάτηση, κοροϊδία):
- μεγάλη, πετυχημένη ~ |
- χρησιμοποίησε την ψευτιά και την ~ για να πλουτίσει |
- δεν είναι καλό ν' αρχίσω τη ζωή μου με ~ (Katsigra) |
- ο μύθος της Mεγάλης Eλλάδας έτρεφε την ψυχή του πλανημένου με απάτες και αυταπάτες ελληνικού λαού (Sinop)
- ② piece of deception, knavish trick, swindle, fraud (syn απατεωνία 2):
- law μήνυση επί ~ |
- καταδικάστηκε για ~ |
- έπεσε θύμα απάτης |
- ανεβαίνει συνεχώς με τις απάτες του (Sachinis) |
- η μίμηση είναι μια απλή δεξιοτεχνία, όταν δεν είναι μια ~ (Chatzinis) |
- folks. αν δείτε τη γυναίκα μου, αν δείτε και το γιο μου, | ειπέτε τους πως μ' έπιασαν με προδοσιά κι ~ (NPolitis)
- ⓐ deceit personified, knave, rogue, fake, cheat (syn απατεώνας):
- ο φίλος σου είναι μεγάλη ~
- ③ deception of the senses, false impression, illusion, mirage (near-syn πλάνη):
- λογική, οπτική ~ |
- μήπως αυτά που βλέπει κι αγγίζει ο πραχτικός άνθρωπος είναι ~ κι όνειρο; (Kazantz) |
- το κόκκινο πανί είναι η ~, είναι το φάσμα που ξεγελά τον ταύρο και του αρπάζει από τα κέρατα τον ταυρομάχο (Papantoniou) |
- poem δεν είν' ~! ξάστερα σ' αυτό το πλάγι κάτου | ασπρολογάει το Pέθυμνο και γύρω τα χωριά του (Markoras)
[fr MG απάτη← PatrG, K (also pap), AG]
- ① swindle, hoax, fakery, deceit (syn απατεωνία 1, δόλος, εξαπάτηση, κοροϊδία):
[Λεξικό Γεωργακά]
- απατηλά [apatilá] adv
- ① by deception, deceitfully, deceptively (syn phr με απάτη 1):
- στη Σκύρο τρύπωσε ο Oδυσσέας ~, μεταμφιεσμένος σε πραγματευτή (Papatsonis) |
- το μικρότερο καμάκι, τυλιγμένο σε θροφές κι ~ μπασμένο στο στόμα του ψαριού θα γάντζωνε και θα τραβούσε εύκολα το μικρότερο ψάρι (Bastias) |
- poem μισώ τη μέρα που έρχεται, την ώρα που περνά, | ό,τι μου κλέβει ~ κάτι απ' τον εαυτό σου (Myrtiotissa)
- ② illusorily, illusively, seemingly (near-syn φαινομενικά):
- η πρόταση μόνον ~ παρουσιάζεται σαν έγκυρη (Papanoutsos) |
- δεν υπάρχει για τον συγγραφέα άλλο μέσο να έρθει σε επαφή με το κοινό και να ξεφύγει έτσι, έστω και ~, από την καταθλιπτική απομόνωση (Thrylos)
[der of απατηλός; cf kath απατηλώς]
- ① by deception, deceitfully, deceptively (syn phr με απάτη 1):
[Λεξικό Γεωργακά]
- απατηλό [apatiló] το, (L)
- sth deceptive or illusory, will-o'-the-wisp:
- μια λεπτή όσφρηση τον κάνει διστακτικό μπροστά στο ύποπτο και τον κρατάει σε απόσταση από το ~ (Charis) |
- κάνει το έργο να μετέχει σ' αυτό το μη είναι που δεν είναι το μηδέν αλλά το ~ (Papanoutsos)
[substantiv. n of απατηλός]
- sth deceptive or illusory, will-o'-the-wisp:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απατηλός -ή -ό [apatilós] Ε1 : που παραποιεί την αλήθεια, που δημιουργεί ψευδείς εντυπώσεις· παραπλανητικός: Aπατηλά λόγια. H απατηλή όψη των πραγμάτων. Tην ξεγέλασε με απατηλές υποσχέσεις.
απατηλά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἀπατηλός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απατηλός, -ή, -ό [apatilós] (L)
- ① deceptive, false (syn L παραπλανητικός):
- ~ θρίαμβος, κόσμος |
- απατηλή αίσθηση, αντίθεση, εντύπωση, επίδειξη |
- απατηλή ασφάλεια, επιφάνεια, ομορφιά, τρυφερότητα |
- απατηλή ελπίδα, προσδοκία |
- απατηλό είδωλο, όνειρο, φαινόμενο, χαμόγελο |
- είναι απατηλή η εικόνα της προσωπικότητάς του |
- απατηλό παιγνίδι του ματιού |
- απατηλά επιχειρήματα specious arguments |
- βεβαιωθήκαμε ότι η ομοιοκαταληξία είναι απατηλό στολίδι (Charis) |
- η γεύση και η όσφρηση μας δίνουν μιαν απατηλή ικανοποίηση (Mourelos) |
- η ειρήνη δεν είναι γεγονός θετικό αλλά μια απατηλή και εφήμερη απουσία του πολέμου (Papanoutsos)
- ⓐ fake, sham (syn πλαστός, ψεύτικος, ant αληθινός, πραγματικός):
- απατηλή ειρήνη |
- απατηλές μορφές ελευθερίας |
- απατηλά τεκμήρια |
- poem αναθεμάτισε τη γη, που τα παιδιά της κάνει | σε μάχες άγριες να ζητούν απατηλό στεφάνι (Markoras)
- ⓑ fallacious, mendacious, misleading (near-syn L ψευδής):
- απατηλές δηλώσεις, υποσχέσεις |
- η βεβαίωση του θανάτου ήταν κάποτε απατηλή (Louros) |
- θανάσιμες παγίδες κρύβονται πίσω από απατηλούς μύθους και φανταχτερά λοφία (Ploritis)
- ⓒ mus απατηλή πτώση deceptive, abrupt or interrupted cadence
- ② deceitful, fraudulent:
- απατηλή γυναίκα, απατηλά μέσα |
- τα απατηλά λόγια του Oδυσσέα έπεισαν τον Aχιλλέα να εγκαταλείψει το κρησφύγετό του (Papatsonis) |
- μόνο άθλιους κι απατηλούς φίλους έχουν οι μονάρχες; (Ploritis)
- ③ illusory, unreal (syn πλασματικός, near-syn ανύπαρκτος, ονειρικός, φανταστικός):
- ο ισπανικός αυτός πόθος ολόκληρων αιώνων έσβηνε από τα μάτια τους σαν απατηλό όραμα (Ouranis) |
- ο σκοπός του ζωγράφου ήταν να δώσει την τέλεια απατηλή εικόνα του βάθους (Andronikos, adapted) |
- ο Mότσαρτ έπλεξε όμορφα, απατηλά δίχτυα μες στο σαλόνι (Petsalis) |
- μετά χάρας θα σε αγαπούσα, αν δεν ήμουν μια απατηλή σκιά (Karagatsis)
[fr kath απατηλός ← PatrG (Sophocles' Lex) ← K, AG]
- ① deceptive, false (syn L παραπλανητικός):
[Λεξικό Γεωργακά]
- απατηλότητα [apatilótita] η, (L)
- deceptiveness, illusiveness, falsity (syn ψευδαίσθηση):
- η ~ του παραδείσου |
- poem τον άνθρωπο τον τρέφει η ~ των φαινομένων (Papatsonis)
[fr kath (neol) απατηλότης, der of απατηλός]
- deceptiveness, illusiveness, falsity (syn ψευδαίσθηση):
[Λεξικό Κριαρά]
- απατηλώς, επίρρ.
-
- Mε τρόπο απατηλό:
- την δουλοσύνην απατηλώς εδείχνασιν (Kαλλίμ. 2335).
[μτγν. επίρρ. απατηλώς]
- Mε τρόπο απατηλό:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απατημένος1 [apatiménos] ο,
- ① deceived or tricked person:
- η τραγωδία είναι μια απάτη, όπου πιο σοφός είναι ο ~ από κείνον που δεν απατήθηκε (Andronikos)
- ② man whose wife or lover is unfaithful to him, cuckold (syn κερατάς):
- η μοιχαλίδα απευθύνεται στον απατημένο της (Palaiologos) |
- ο ~ παρηγοριέται με καινούργιες αγάπες (Karagatsis)
[substantiv. m of απατημένος2]
- ① deceived or tricked person:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απατημένος2, -η, -ο [apatiménos]
- ① deceived, tricked, conned (syn εξαπατημένος):
- αισθάνεται τον εαυτό του απατημένο |
- τι απατημένοι που βγήκαν πάντα όσοι τους άκουσαν τους Bενετούς! (Petsalis) |
- εναντίον του κράτους, που απατά τους νέους πολίτες του, η απατημένη νεότητα υποβάλλει μήνυση (Palaiologos)
- ② whose wife, fiancée or lover is unfaithful, deceived, cuckolded (syn κερατωμένος):
- ~ εραστής, σύζυγος |
- ο ~ μνηστήρ δεν έδωσε την παραμικρή σημασία (Karagatsis) |
- rembetiko μου 'χες τάξει, βρε κακούργα, πως θα μου 'μενες πιστή | και απατημένο τώρα με παράτησες (IPetrop)
[ppp of απατώ; cf kath ηπατημένος]
- ① deceived, tricked, conned (syn εξαπατημένος):