Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απάρνηση η [apárnisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του απαρνιέμαι· αποκήρυξη: H ~ της πίστης του.
[λόγ. < ελνστ. ἀπάρνη(σις) -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απάρνηση [apárnisi] η, gen απάρνησης & απαρνήσεως (L)
- ① renunciation, abandonment, rejection, denial (syn L άρνηση, αποκήρυξη, εγκατάλειψη):
- ~ αρχών, της επιστήμης, της φιλοσοφίας |
- ~ των δικαιωμάτων, του παρελθόντος |
- ~ της βίας, του πολέμου |
- ~ των εγκοσμίων, των ενστίκτων, της ζωής, του σώματος |
- ~ της αλήθειας, κάθε αξίας, κάθε ιδεώδους |
- η ~ του Πέτρου NT Peter's denial (of Christ) |
- θα ήταν καταγέλαστη η ~ των επιστημονικών προόδων του αιώνα (Panagiotop) |
- η θεωρία αποτελεί εξήγηση της γλωσσοπλαστικής εργασίας του Δάντη και δικαιολογία της απαρνήσεως των Λατινικών (Papatsonis) |
- με την ~ του αντικειμένου καμιά προοπτική δεν είχε λόγο υπάρξεως και η τέχνη έγινε απροοπτική (Michelis)
- ② self-denial (syn L αυταπάρνηση):
- τόπος ταγμένος στην ~ και τον ασκητισμό |
- καλλιτεχνική ελευθερία κερδισμένη με αυτοπειθαρχία και ~ |
- η ανθρωπιά δεν είναι όργανο αυτοπροβολής και επιτυχίας· είναι ~ (Panagiotop) |
- η θρησκεία επιβάλλει το πνεύμα της απάρνησης και της αυτοθυσίας (Thrylos)
- ③ disavowal, repudiation (syn L αποκήρυξη):
- ~ της γνώμης, της ιδεολογίας, της πίστης |
- η στροφή αυτή είχε σα συνέπεια την ~ του βασικού δόγματος της σχολής (Chatzinis, adapted)
[fr kath απάρνησις ← postmed (Somavera) ← MG ← PatrG, K]
- ① renunciation, abandonment, rejection, denial (syn L άρνηση, αποκήρυξη, εγκατάλειψη):