Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- απάνθρωπος, επίθ.
-
- Που δεν είναι άνθρωπος:
- την πίστιν ως απάνθρωποι … εφαίνοντο (ενν. οι αιρετικοί) τοις πάσιν (Φυσιολ. (Legr.) 466).
[αρχ. επίθ. απάνθρωπος. H λ. και σήμ.]
- Που δεν είναι άνθρωπος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απάνθρωπος -η -ο [apánθropos] Ε5 : που δεν ταιριάζει στην ανθρώπινη φύση, κυρίως από ηθική και συναισθηματική άποψη· σκληρός, άγριος, άσπλαχνος: Aπάνθρωπη μεταχείριση / συμπεριφορά. Στάθηκε ~ απέναντί μου. || Aπάνθρωπη δουλειά, πολύ δύσκολη και κουραστική. Είναι απάνθρωπο να δουλεύεις δέκα ώρες την ημέρα.
απάνθρωπα ΕΠIΡΡ: Φέρεται ~ στους εργάτες του. [λόγ. < αρχ. ἀπάνθρωπος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απάνθρωπος1 [apánθropos] ο,
- ① inhuman or cruel man:
- σαν το 'πιασε το γεράκι, το 'γδαρε ο ~ ζωντανό (Papatsonis)
- ② alien or nonhuman being:
- είναι τόσο μοναχικός που γίνεται σχεδόν ~, καθώς όλοι οι αληθινά απάνθρωποι (Panagiotop)
[substantiv. m of απάνθρωπος2]
- ① inhuman or cruel man:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απάνθρωπος2, -η, -ο [apánθropos]
- ① inhuman, brutal, barbarous, cruel, ferocious (syn άγριος, σκληρός):
- ~ διωγμός, κόσμος, νόμος, πόλεμος, περιορισμός |
- απάνθρωπη εκμετάλλευση, εκτέλεση, πράξη, συμπεριφορά, τιμωρία |
- απάνθρωπη κοινωνία, τυραννία |
- απάνθρωπο βασανιστήριο, έγκλημα, καθεστώς, τέρας |
- ~ και σαδιστής αυτοκράτορας |
- απάνθρωπη μεταχείριση των ζώων |
- ο στρατός έφτανε λαχανιαστά, ύστερα από πορείες εξαντλητικές, απάνθρωπες (Terzakis) |
- η ταυρομαχία δεν είναι ένα σκληρό και απάνθρωπο παιγνίδι (Melas) |
- poem μικρό παιδάκι, πόμεινε δίχως ψωμί όλη μέρα, | γιατ' είχε σκύλα μητριά και απάνθρωπο πατέρα (Markoras)
- ⓐ merciless, pitiless (syn ανελέητος, άσπλαχνος):
- άφησαν τον πληθυσμό απροστάτευτο στο απάνθρωπο μίσος των κατακτητών (ChZalokostas, adapted) |
- ποιος θα ήταν τόσο ~ ώστε να με καταδικάσει; (Theotokas) |
- οι απάνθρωποι κριτικοί σπεύδουν πάντα να ειρωνευτούν τα άστρα που δύουν (Athanasiadis-N)
- ⓑ harsh, inclement, unkind:
- απάνθρωποι καιροί |
- απάνθρωπη ερημιά, πολιτεία, φύση |
- οι αγώνες γίνονταν κάτω από καιρικές συνθήκες απάνθρωπες (Terzakis) |
- poem κι απ' τις απάνθρωπες κορφές πραγά χυμάει στο ανθρωπολόι (Kazantz Od 14.1404)
- ② fig unhuman, nonhuman:
- απάνθρωπη ομορφιά, στέρηση |
- απάνθρωπο ουρλιαχτό |
- οι απάνθρωπες διαστάσεις των μεγάλων πόλεων |
- οι απάνθρωποι ασκητές της Aνατολής |
- οι θετικές επιστήμες τείνουν να πλάσουν μια γλώσσα έξω από τη φυσική λαλιά του ανθρώπου, μια γλώσσα απάνθρωπη (Kakridis) |
- το να συλλογιέσαι με την αφή σου είναι συχνά και παράλογο και απάνθρωπο (Panagiotop)
- ⓒ dehumanizing, degrading:
- απάνθρωπη, εξευτελιστική φτώχεια |
- ένα στοιχείο τεχνητό και απάνθρωπο ενυπάρχει στον κομμουνισμό |
- ο άνθρωπος ως άτομο δεν έχει αξία αυτοτελή (Theotokas, adapted) |
- ο βιομηχανικός αυτός ~ πολιτισμός μάς έχει αγριέψει το νου (Kazantz)
[fr postmed (Somavera) απάνθρωπος ← MG ← K (also pap), AG]
- ① inhuman, brutal, barbarous, cruel, ferocious (syn άγριος, σκληρός):