Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απάνθισμα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απάνθισμα το [apánθizma] Ο49 : συλλογή από τα καλύτερα ή εκλεκτότερα μέρη ενός συνόλου.

[λόγ. < ελνστ. ἀπάνθισμα]

[Λεξικό Γεωργακά]
απάνθισμα [apánθizma] το, gen απανθίσματος (L)
  • collection, selection, anthology:
    • ~ διηγημάτων, ποιημάτων, εντυπώσεων, παρατηρήσεων, σχολίων |
    • ~ από τη μουσική τριών μουσουργών |
    • εκδίδονται απανθίσματα μνημείων του λόγου |
    • ένα ~ του χρονογραφικού έργου του Kονδυλάκη είναι καιρός να γίνει τώρα (Melas)

[fr kath απάνθισμα ← MG, LK]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες