Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απάνεμος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απάνεμος -η -ο [apánemos] Ε5 : για τόπο που προστατεύεται από τον άνεμο και γενικά την κακοκαιρία: Aπάνεμο ακρογιάλι / λιμάνι. Στήσαμε τη σκηνή σε μέρος απάνεμο. Bρήκαμε μια απάνεμη γωνιά. απάνεμα ΕΠIΡΡ: Έλα να κάτσουμε εδώ που είναι ~.

[ελνστ. ἀπήνεμος με εισαγωγή του κανονικού τ. της λ. άνεμος < αρχ. ὑπήνεμος (παρετυμ. ἀπο-)]

[Λεξικό Γεωργακά]
απάνεμος, -η, -ο [apánemos]
  • ① sheltered fr wind, leeward (syn L υπήνεμος, ant ανεμοδαρμένος):
    • ~ γιαλός, δρόμος, κόρφος, όρμος |
    • απάνεμη αμμουδιά, γωνιά, κόχη, στέγη |
    • απάνεμο ακρογιάλι, αποκούμπι, λιμάνι, χωριό |
    • ανέβηκε εδώ πάνω στην απάνεμη αυτή κοιλάδα (Nakou) |
    • τα σπίτια χωρίζονται σε κάμαρες μεγάλες και ευάερες για το καλοκαίρι και σε μικρές απάνεμες για το χειμώνα (Athanasiadis-N) |
    • το τάγμα είχε ζαρώσει στην απάνεμη πλαγιά (ChZalokostas) |
    • poem .. στο ποτάμι μέσα λούστε τον, σε μιαν απάνεμη άκρη (Homer Od 6.210 Kaz-Kakr)
  • ② windless, still, calm (near-syn ήσυχος):
    • απάνεμο βράδυ, πρωί, σκοτάδι |
    • ο καιρός ήταν γλυκός κι ~ |
    • όλα τ' αστέρια τ' ουρανού κοιτάζαν τ' απάνεμα νερά (Panagiotop) |
    • ήρθε ένα ήμερο φθινόπωρο με μέρες στη σειρά ασυννέφιαστες, χλιαρές και απάνεμες (KChatzop) |
    • poem πήρε ο βοριάς και καταλάγιασε, και χύθηκε γαλήνη | απάνεμη (Homer Od 5.392 Kaz-Kakr)

[fr MG απάνεμος ← K, AG Ξπήνεμος; form απά- perh by anal. of syn απάγκειος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες