Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απάλειψη
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απάλειψη η [apálipsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του απαλείφω· διαγραφή, κατάργηση: H ~ των επίμαχων άρθρων του νομοσχεδίου ικανοποίησε την κοινή γνώμη. || H ~ των δυσάρεστων αναμνήσεων.

[λόγ. < ελνστ. ἀπάλειψις (-σις > -ση)]

[Λεξικό Γεωργακά]
απάλειψη [apálipsi] η, (L)
  • ① cleaning, erasing (syn καθάρισμα):
    • η λέξη αναξερνώ χρησιμοποιείται όταν ο λεκές ξαναπαρουσιάζεται ύστερα από μια πρόχειρη προσπάθεια για απάλειψή του (Kakridis)
  • ② elimination, effacement, obliteration (syn εξάλειψη, εξαφάνιση, ant διατήρηση):
    • διέταξε την ~ του ονόματος του πράκτορα |
    • η ~ των διαφορών, των συνεπειών των διχασμών |
    • το κύριο θέμα ήταν η ~ των κινδύνων για την ειρήνη στα Bαλκάνια |
    • η κάθαρση είναι καθαρισμός των συγκινήσεων, όχι και απάλειψή τους (Papanoutsos)
  • ③ abrogation, annulment (syn διαγραφή, ακύρωση):
    • ~ διατάξεως, υποθήκης |
    • ζήτησε την ~ αυτού του άρθρου του νομοσχεδίου
  • ④ omission (syn παράλειψη):
    • η τέχνη αναπηδά από την αφαίρεση, από την ~ των καθεκάστων (Thrylos, adapted) |
    • δεν αρκεί η μέθοδος αυτή της απάλειψης, δεν αρκεί, δηλαδή, ν' απαριθμήσω ποιοι δεν μπορούν να θεωρηθούν ταξιδιώτες για να βγει μόνο του το συμπέρασμα ποιους εννοώ ταξιδιώτες (Ouranis)

[fr kath απάλειψις ← MG, PatrG (4th c.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες