Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απάκι [apáci] το, region.
- muscular part of human or quadruped body surrounding the kidneys or a cut of meat thereof, loin (syn νεφραμιά, ψαρονέφρι):
- μου πονούν, μου έπεσαν τ' απάκια μου |
- poem καλό το ~ του λαγού, καλό της πέρδικας το στήθος (Kazantz Od 20.507)
[fr MG απάκιν (fr 7th c. AD on), this perh fr αλωπέκιον]
- muscular part of human or quadruped body surrounding the kidneys or a cut of meat thereof, loin (syn νεφραμιά, ψαρονέφρι):
[Λεξικό Κριαρά]
- απάκιν το· απάκι.
-
- 1) Tα ψαχνά μέρη του σώματος γύρω από τα νεφρά:
- (Πεντ. Γέν. XXXVII 34)·
- φρ.
- (1) βγαίνω από τ’ απάκια κάπ. = γεννιέμαι:
- (Πεντ. Γέν. XXXV 11)·
- (2) συντρίβω τ’ απάκια κάπ. = καταβάλλω κάπ.:
- (Πεντ. Δευτ. XXXIII 11).
- (1) βγαίνω από τ’ απάκια κάπ. = γεννιέμαι:
- 2) Kρέας από την περιοχή των νεφρών ζώου, συν. καπνιστό ή παστό:
- ακρόπαστον απάκιν σύμπλευρον εμαγείρευον (Προδρ. III 240).
[αβέβ. ετυμ. H λ. τον 9. αι. (LBG, λ. ‑ια), στο Meursius (‑ια) και σήμ. στον πληθ. ιδιωμ.]
- 1) Tα ψαχνά μέρη του σώματος γύρω από τα νεφρά: