Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απάθεια
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απάθεια η [apáθia] Ο27 : η ιδιότητα που χαρακτηρίζει τον απαθή· αδιαφορία, έλλειψη συγκίνησης ή αντίδρασης μπροστά σ΄ ένα γεγονός ή σε μια κατάσταση: Bλέπω / ακούω με ~. ~ που την έχει! Tίποτε δεν μπορούσε να ταράξει την απάθειά του.

[λόγ. < αρχ. ἀπάθεια]

[Λεξικό Γεωργακά]
απάθεια [apáθia] η, gen απάθειας & απαθείας (L)
  • ① philos imperturbability, impassivity, freedom of emotion, apathy (syn ηρεμία, αταραξία, near-syn ψυχραιμία):
    • δείχνει ~ στην υπόθεσή του |
    • η ~ του στωικού, η αταραξία του επικουρείου και η εποχή του σκεπτικού προδίδουν τον ίδιο πόθο του ανθρώπου να ισορροπήσει με τον εαυτό του και με τα γύρω του (Theodorakop) |
    • ο αληθινός σοφός είναι απαθής και με την ~ κατακτά την πραγματική ελευθερία (Papanoutsos) |
    • υπερφυσικό δώρο η ~, μια ~ που οδηγεί στο πραγματικό αναμάρτητο (Tatakis, adapted) |
    • η ~ είναι και ανέφικτη και αδυσώπητη ως αίτημα (Dragona-M) |
    • αντικειμενική ~, ~ στωική |
    • επαρηγορούσε τη γυναίκα του με φιλοσόφου ~ (Karkavitsas)
  • ⓐ coolness, composure:
    • αντιμετωπίζει τον κίνδυνο με ~
  • ② indifference, callousness, heartlessness (syn αδιαφορία):
    • η ~ των μαζών |
    • η μεγάλη ~ του λαού, της εργατικής τάξης |
    • κοίταζαν τα κράνη τους με ~ μηδενιστική να κατρακυλάνε τον κατήφορο (Terzakis) |
    • ένοιωθε μέσα του μία κτηνώδη ~ (Grigoris) |
    • βυθισμένοι σε μια μνημειώδη ~, λεροί κλ |
    • είσαι έτοιμη να υποστείς με κάποια μοιρολατρική ~ τούτο ή εκείνο το ενδεχόμενο (Palam) |
    • τέλεια ~ |
    • η φυσική ~ του συνομιλητή |
    • η απάθειά του είναι φυσικότατη (Athanasiadis-N) |
    • ασκήσεις απαθείας |
    • άκουγε με ~ |
    • ρωτάει με ~ |
    • απαντάει με ~ |
    • αντίκρυσαν, κοίταζαν με ~ τα συμβαίνοντα |
    • το αποτέλεσμα εξαρτάται και από την ~ που θα επιδείξουμε στη μεγάλη αυτή αποστολή (Angelop, adapted) |
    • η ηθική ~ που αποτελεί την πανελλήνια πάθηση, είναι μια ευλογιά που από καιρό ενδημεί στη χώρα (Palaiologos)
  • ⓑ θανατερή or μακάβρια ~:
    • την κοίταζε με μια θανατερή ~ (KPolitis) |
    • τα πρόσωπά τους έχουν μια σατανική ωραιότητα και αντανακλούν τη μακάβρια ~ του θανάτου (Athanasiadis-N)

[fr kath απάθεια ← K, PatrG ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες