Παράλληλη αναζήτηση
5.641 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απ [áp] επιφ. : για ξαφνική και απροσδόκητη κίνηση: ~! και σ΄ έπια σα! Kαι εκεί που στεκότανε, κάνει μια ~! και εξαφανίζεται.
[ηχομιμ.]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απ [ap] excl
- word used to express sudden motion (syn χαπ):
- ~, τον έπιασε |
- σε μια στιγμή, ~ του ξέφυγα |
- folkt καθώς έκανε να κινήσει, ~ ο κάβουρας εκόλλησε στην ουρά της |
- ο Kανταράς τινάχτηκε, ~, σαν τερματοφύλακας που βλέπει την ποδόσφαιρα να πηδά προς τα σύνορα που δραγατεύει (Myriv)
[made up word]
- word used to express sudden motion (syn χαπ):
[Λεξικό Γεωργακά]
- απ- [ap]
- form of first me of cpds w. pref απο-:
- απάγκειος, απαγκιστρώνω, απαθλιώνω, απάλαφρος, απαλέθω etc
[see pref απο-]
- form of first me of cpds w. pref απο-:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απ' άκρου εις άκρον [apákru isákron] (& απ' άκρου σ' άκρον) adv phr (L)
- fr one end to the other, throughout, totally (syn απ' άκρη σ' άκρη [άκρη 1]):
- μια μεγάλη σήραγγα σχίζει το βουνό απ' άκρου σ' άκρον (Athanasiadis-N) |
- υπάρχουν χοροί που χορεύονται ~ |
- η δημοτική ενίκησε ~ ~ ~ ~ εις την λογοτεχνίαν μας (Petsalis)
[fr kath απ' άκρου εις άκρον ← MG απ' άκρου έως άκρον ← K (LXX, NT)]
- fr one end to the other, throughout, totally (syn απ' άκρη σ' άκρη [άκρη 1]):
[Λεξικό Γεωργακά]
- απ' αφορμή [apaformí] (written also απαφορμή) phr used as prep
- because of, on the occasion of, on account of, owing to (syn εξαιτίας):
- παραπήγε το πράμα ~ τα πολλά φονικά που 'χανε γενεί (Prevelakis) |
- το επεισόδιο αυτό καθώς και τη φωνή του μπέη ο Σεφέρης τα ξαναθυμάται αργότερα ~ ένα στίχο του Eρωτόκριτου (Plaskovitis) |
- poem μα ο Ποσειδώνας ακατάπαυτα κρατάει τη μάνητά του, | ~ μαθές που τύφλωσε τον Kύκλωπα ο Oδυσσέας (Homer Od 1.69 Kaz-Kakr)
[fr MG (Kriaras' Lex) απαφορμής/απαφορμή, cpd fr phr απ' αφορμήν/απ' αφορμής]
- because of, on the occasion of, on account of, owing to (syn εξαιτίας):
[Λεξικό Κριαρά]
- απ’, πρόθ.,
- βλ. από.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άπα η [ápa] Ο (άκλ.) : βρεφική λέξη για την αγκαλιά.
[λ. νηπιακή]
[Λεξικό Κριαρά]
- απά, επίρρ.,
- βλ. επάνω.
[Λεξικό Γεωργακά]
- άπα [ápa]
- children's word in phrases indicating motion up or out, departure, walk:
- πάει ~ το παιδί he (she) goes out, πάμε ~ we are going (syn πάμε περίπατο) |
- πήγε ~ departed |
- έλα or σήκω ~ get up |
- ~ take me in your arms
[made up word]
- children's word in phrases indicating motion up or out, departure, walk:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απά [apá] adv (επά & πα)
- ① there:
- εκεί ~ που βλέπεις είναι λημέρι (Petsalis) |
- poem και μια φρυμένη ηδονικά στέκει ψυχή εκεί πα (Malakasis) |
- κι όλος ο πόθος της ψυχής τού στέκεται επά (id.)
- ② ~ σε (σ') on, upon (syn απάνω1 4):
- ~ στο γόνατο, ~ στο ζο |
- ~ στην πέτρα, πα στις πέτρες, πα στο λιθάρι |
- ~ στον ώμο (~ στο νώμο) |
- επά στο χέρι |
- πα στο στήθος, στο προσκέφαλο |
- πα στο χώμα, στο χιόνι |
- εκεί πα στον άμμο |
- πα στον γκρεμό |
- επά στο θρόνο, στ' ακρούρανα |
- πα στο κατάρτι, στα καράβια, στα δώματα |
- πα στην ταφόπετρα, στα μνήματα |
- πα στη στεριά |
- όρθιος ~ στου αλόγου τη σέλα |
- phr πέφτουν ο ένας ~ στον άλλον, η μια πα στην άλλη |
- ~ στην ώρα at the exact (appointed) time |
- poem κι αυτό πετούσε ~ στα κύματα, τελεύοντας τη στράτα (Homer Il 1.483 Kaz-Kakr) |
- .. εκεί η καρδιά μου δέχτηκε | ν' αναπαυτεί λιγάκι | πα σε σεντόνια ευωδερά από βότανα και γαλανά | στη βάψη από λουλάκι (Sikel) |
- κι ο κατάκορφος ήλιος ορτός | πα στη γη καρφωτός (Varnalis) |
- τώρα και το τραγούδι επά στα χείλη ελησμονήθηκε (Zevgoli-G) |
- να στέκεται καταμεσής του δρόμου | πα στο δεξί ακουμπώντας δεκανίκι (Tsirimokos) |
- κάκτοι ~ |
- στα σκούρα ~ νερά ο κρύος, θαμπός | καθρέφτης σου, οι σπασμένοι αυλοί του ακροποτάμου (Malakasis)
- ⓐ on, against:
- αν τον άφηνε άξαφνα, θα 'πεφτε και θα χτύπαγε το φαλακρό κεφάλι του ~ στις πλάκες ν' ανοίξει σαν καρπούζι (GChPieridis) |
- poem μουγκρίζει η θάλασσα, | χτυπάει τα καράβια πα στους βράχους (Pyliotis) |
- μπροστά που εχύνουνταν, εχτύπησε πα στο βυζί, στο στήθος (Homer Il 8.313 Kaz-Kakr) |
- παρόμοια κι ο Διομήδης χύθηκε πα στους Θρακιώτες τότε | κ' έσφαξε δώδεκα (ib 10.487) |
- κι "όσοι σωθούμε!" κράζουνε. Kαι πα στ' αράπικα κορμιά | τα γιαταγάνια μπήγουν (Skipis)
- ⓑ during:
- poem τι τόσους γιους τρανούς μου εσκότωσε πα στον ανθό της νιότης (Homer Il 22.423 Kaz-Kakr) |
- και κάνε πα στη βόλτα σου καρτέρι (Mammelis) |
- κι ~ στο δεύτερο κρασί να του κρυφομιλήσω | και να του λέω ολονυχτίς | πόσο είν' αλήθεια μερακλής (Kranidiotis)
[fr MG απά (Assizes), this fr απάνω (Trinchera, Assizes) and επάνω (Assizes); cf Kriaras' Lex, s. επάνω]
- ① there: