Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αορίστως [aorístos] adv (L) = αόριστα
- :
- απάντησε ~ |
- ~ και αμετακλήτως (s. αμετακλήτως) |
- ~ βλέπω πού θέλει να καταλήξει |
- εστάθηκ' έκπληχτος και ακίνητος .. με τα μάτια εμπρός, στυλωμένα κάπου ~, άψυχα, νεκρά σχεδόν, χωρίς να βλέπουν τίποτε από τα γύρω αντικείμενα (Karkavitsas)
[fr kath ← PatrG ἀορίστως]