Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αοιδός ο [aiδós] Ο17 θηλ. αοιδός [aiδós] Ο34 στη σημ. 1 : 1.επαγγελματίας τραγουδιστής της όπερας. 2. στην αρχαία Ελλάδα, ποιητής και τραγουδιστής επικών ποιημάτων· (πρβ. ραψωδός).
[λόγ.: 2: αρχ. ἀοιδός· 1: σημδ. γαλλ. chanteur· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αοιδός [aiDós] ο, η, (L)
- ① m, singer, bard (syn [επαγγελματίας] τραγουδιστής):
- αγαπητέ κ' ευγενικότατε αοιδέ (Palam) |
- οι αοιδοί ή ραψωδοί είχαν σαν επάγγελμά τους την απαγγελία θρησκευτικών έργων (Moustoxydis) |
- χορεύουν νιοι και νιες μαζί και το χορό τους τον ρυθμίζει ο θείος ~ με το τραγούδι του και την κιθάρα (Kakridis) |
- o Frederic Mistral είναι ένας εθνικός ~ (Palam) |
- ο Aνδρέας Chenier, ο γαλλοελληνικός ~ (id.) |
- τα μοιρολόγια αναφέρει ο Όμηρος, όταν ιστορώντας το θάνατο του Έκτορα φέρνει πρώτους να τον κλάψουν τους ειδικούς αοιδούς των ολοφυρμών (Melas) |
- ο κ. Πάντος πάντοτε εύρισκε έναν περαστικό Έλληνα αοιδό για να τραγουδήσει το "Σε γνωρίζω από την κόψη" (Ouranis)
- ② f, female singer, songstress (syn τραγουδίστρια):
- Eλληνίδα ~ |
- η διάσημη (kath διάσημος) ~ diva (syn ντίβα, πριμαντόνα) |
- ανατράφηκε σε μουσικό περιβάλλον |
- η μητέρα του ήταν ~ |
- το ρόλο της Kάρμεν τον είχε δημιουργήσει η διάσημος ~ Galli-Marié |
- η ανεπιτήδευτη χάρη της αοιδού μού μένει αλησμόνητη (Floros)
[fr kath αοιδός ← AG, K]
- ① m, singer, bard (syn [επαγγελματίας] τραγουδιστής):