Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αξύριστος -η -ο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
αξύριστος, επίθ.· αξούριστος.
  • Που δεν ξυρίστηκε:
    • (Συναδ. φ. 165v).

[<στερ. α‑ + ξυρίζω. O τ. (Somav.) και η λ. (Bλάχ.) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αξύριστος -η -ο [aksíristos] Ε5 : που δεν ξυρίστηκε πρόσφατα, που έχει γένια λίγων ημερών: Aξύριστα γένια. Aξύριστο πρόσωπο. Έμεινε τρεις μέρες ~. || που δεν ξυρίστηκε (ποτέ): Aξύριστα πόδια.

[α- 1 ξυρισ- (ξυρίζω) -τος (πρβ. μσν. αξούριστος)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αξύριστος, -η, -ο [aksíristos] (αξούριστος & αξούριγος)
  • ① unshaven, unshaved, of beard, hair etc (syn αξυράφιστος, άξουρος):
    • τα αξύριστα (αξούριστα) γένεια |
    • γένεια αξούριγα (Prevelakis)
  • ② unshaven, of part of the body:
    • αξύριστο μάγουλο, πρόσωπο |
    • αξύριστες μασκάλες, φάτσες |
    • μελανιασμένο το αξούριστο μούτρο του από την παγωνιά (AKotzias) |
    • το δικό μου πρόσωπο ήταν σκασμένο, άγριο και πάνω από μήνα αξύριγο (ADoxas)
  • ⓐ w. beard unshaven, unshaven, (of a person):
    • είχε πολλή δουλειά κ' έμεινε ~ |
    • τον έβλεπε αξύριστο και δυο και τρεις ημέρες (Terzakis) |
    • ήταν αξούριστος μέρες |
    • ήμουν ακόμη άντυτος και ~ (KPolitis) |
    • γυρνούσαμε αγριεμένοι, αξύριστοι κι ατημέλητοι σαν αλήτες (Theotokas) |
    • ανθρωπάκος, φαλακρός κι αξούριστος (Kazantz) |
    • κόκκινο γαρούφαλο πάνω στο αξύριστο αγόρι (Gritsi-M) |
    • poem .. κι ο | ναύκληρος αξούριστος που 'χε τρεις ερωμένες σε κάθε σκάλα [fr MG ξυρίζω (in a spurious work of Athan. Alex.

[4th c. AD] and Schol. Nic. Alex. 410) bes AG ξυρῶ (-έω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες