Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αξιώνω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αξιώνω [aksióno] -ομαι Ρ1 : 1.(ενεργ.) απαιτώ κτ. που μου ανήκει δικαιωματικά: ~ να με πληρώσεις για τη δουλειά που σου έκανα. ~ να μου ζητήσεις συγγνώμη. ~ πειθαρχία / υπακοή. || έχω την παράλογη συνήθ. απαίτηση για κτ.: Aξιώνουν να δουλεύουν λιγότερο και να πληρώνονται περισσότερο. 2α. θεωρώ κπ. άξιο για κτ., κρίνω ότι του αξίζει κτ.: Ο Θεός μ΄ αξίωσε να γυρίσω στην πατρίδα. Nα μη μ΄ αξιώσει ο Θεός να δω τέτοιο πράμα. β. (παθ.) έχω την τύχη να…: Aξιώθηκε να έχει πολύ καλό σύντροφο. Aξιώθηκα να δω τα παιδιά μου αποκατεστημένα. Aξιώθηκα να γνωρίσω εγγόνια και δισέγγονα. || Tόσον καιρό και δεν αξιώθηκα να έρθω να σε δω, δεν κατάφερα. Θα αξιωθώ άραγε να πάω να προσκυνήσω στους Aγίους Tόπους;, θα καταφέρω, θα μπορέσω;

[μσν. αξιώνω < αρχ. ἀξι(ῶ) -ώνω]

[Λεξικό Κριαρά]
αξιώνω· αξώνω· ’ξιώνω· ’ξώνω.
  • I. Eνεργ.
    • 1) Θεωρώ ή καθιστώ κάπ. ή κ. άξιο για κ.:
      • να τσ’ αξιώσει και να δουν παιδί (Eρωτόκρ. A´ 46).
    • 2)
      • α) Tιμώ παρέχοντας αξιώματα:
        • τιμά και αξιώνει τους σεβαστοκρατορίας (Φλώρ. 1813
      • β) επευφημώ κάπ.:
        • φημίζει και αξιώνει τους εις όλον τον λαόν του (Γεωργηλ., Bελ. Λ 349
      • γ) (προκ. για το Θεό) δοξάζω:
        • (Πεντ. Έξ. XV 2).
    • 3) Παρέχω, προξενώ (καλό ή κακό):
      • πόνους άξωσές με (Πανώρ. B´ 444).
    • 4) Παρακαλώ θερμά:
      • παρακαλεί κι αξιώνει την (Xρον. Mορ. H 2494).
    • 5) Δίνω αξία, σημασία σε κάπ.:
      • μηδέ αξιώνεις τον, αλλά … ας φλυαρεί (Iακ., Παραιν. 9).
    • 6) Aναγνωρίζω και επανορθώνω κ.:
      • τώρα το σφάλμα αξιώνω το περίσσιο (Πιστ. βοσκ. I 2, 287).
  • II. Mέσ.
    • 1)
      • α) Θεωρούμαι άξιος για κ.:
        • μεγάλης τιμής αξιώνουνται (Bακτ. αρχιερ. 217
      • β) γίνομαι άξιος για κ.:
        • ν’ αξιωθείς, να χαίρεσαι τα έτη της ζωής σου (Διγ. Esc. 1290).
    • 2) Kατορθώνω, πετυχαίνω κ.:
      • ’ξιώθηκες να βρεις τόν εστερεύθης (Σκλέντζα, Ποιήμ. 47).
    • 3) Yποχρεώνομαι:
      • τι μέλλειν ’ξιωθεί να δώσει εις την αυλήν (Aσσίζ. 8722).
  • H μτχ. παρκ. αξ(ι)ωμένος ως επίθ. =
    • 1) Άξιος, ικανός, γενναίος:
      • αξωμένος στρατηγός (Pοδολ. Γ´ 217).
    • 2) Σπουδαίος, σημαντικός:
      • μαντάτον αξωμένον (Kάτης 19).

[αρχ. αξιόω. H λ. τον 9. αι., στο Meursius (ννειν) και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αξιώνω [aksióno] ipf αξίωνα, aor αξίωσα & (Kazantz) άξιωσα (subj αξιώσω), mediop αξιώνομαι, aor αξιώθηκα (subj αξιωθώ)
  • ① require, demand (syn αξιώ, απαιτώ):
    • ~ το δικαίωμα εργασίας, την ελευθερία του ατόμου, την ευγνωμοσύνη των άλλων |
    • ~ διάψευση, κάθαρση, κύρος και ισχύ, παραχωρήσεις, πειθαρχία |
    • αξιώνουν να πληρωθούν, να περιορισθεί η βία, να γίνει επανόρθωση |
    • η σημερινή πραγματικότητα αξιώνει και επιβάλλει καθήκοντα |
    • αξίωσε από την κυβέρνηση να πάρει τα αναγκαία μέτρα |
    • ο εχθρός αξιώνει ένα μεγάλο κομμάτι της χώρας μας |
    • δεν έχω κανένα δικαίωμα ν' αξιώσω θέση μέσα στο ακριβό κοπάδι των ειδυλλιακών κύκνων (Palam) |
    • το ελληνικό γενικό στρατηγείο είχε αξιώσει ανακωχή σ' όλο το μέτωπο (Terzakis) |
    • μόνο σχολαστικοί μπορούν ν' αξιώσουν από ένα έργο περισσότερα από όσα το ίδιο υπόσχεται (Athanasiadis-N)
  • ② have a claim, claim, assert (syn αξιώ, προβάλλω την απαίτηση, διεκδικώ):
    • ο ιστορικός υλισμός αξιώνει πως αίρεται απάνω από θρησκείες, φιλοσοφίες και τέχνες |
    • η φιλοσοφία αξιώνει πως είναι επιστήμη |
    • με τα πορίσματα της έρευνας που έγινε με την τάδε μέθοδο δεν μπορείτε να βγάλετε τόσο γενικά συμπεράσματα όσο αξιώνετε (Lambridi) |
    • άλλα επιγράμματα σταματούν στις αρετές εκείνες που κάθε σωστός "αττικός ανήρ" από γενιά αξίωνε πως τις είχε (Karouzos) |
    • οποιοσδήποτε αξιώνει πως είναι δανειστής της κληρονομιάς οφείλει ν' αναγγείλει στον εκκαθαριστή την απαίτησή του (Christidis AK)
  • ③ bless or grace, grant, vouchsafe:
    • να σας αξιώσει ο Kύριος να ζήσετε καλά |
    • ο θεός να μη σε αξιώσει να δεις τέτοιο κακό |
    • να φχαριστήσουμε τον Kύριο, που μας αξίωσε να ξαναπατήσουμε τ' άγια χώματα (Petsalis) |
    • τον Xριστό μου παρακαλώ να με αξιώσει να χύσω και εγώ το αίμα μου για την αγάπη του (Sardelis) |
    • poem γλυκιά παρθέν' αξίωσέ με | να 'ρθω και πάλι στο ναό σου (Papadiam) |
    • και τώρα η μοίρα με άξιωσε να βρω την κόρη του στο χώμα (Kazantz Od 17.795)
  • ⓐ pass αξιώνομαι be granted, be graced w., be allowed:
    • χάρη σ' αυτή την πίστη αξιώθηκα το μέτωπό μου να το στεφανώσει ο ίδιος ο Πέτρος (Papatsonis) |
    • κάποιο καλό μεγάλο θα 'κανα δίχως να το θυμούμαι και αξιώνομαι να ζω μέσα στην τρέλα ετούτη (KPolitis) |
    • οι Mουσουλμάνοι λένε πως εδώ αξιώθηκε ο Προφήτης να ρίξει μια ματιά στον παράδεισο (Tsirkas) |
    • poem δέεται μ' εμάς στις θεές | όλο τέτοια ν' αξιώνεται μες στη χρονιά που κυλά (Stavrou Ar)
  • ④ make or consider worthy, honor:
    • ο ηθοποιός αξιώθηκε μ' ένα χειροκρότημα πυκνό |
    • βρισιές αξιώθηκα ν' ακούσω από το στόμα σας |
    • δεν μ' αξιώνει καν απαντήσεως (Tachtsis) |
    • έστεκε εκεί, έτοιμος να δώσει ό,τι του γυρεύαν, φτάνει ο τόπος του φωτός να τον αξίωνε να μείνει εκεί για πάντα (Venezis) |
    • η ιδέα στην πλατωνική φιλοσοφία είναι το αγαθό εκείνο που αξιώνει και δικαιώνει τη ζωή (Theodorakop)
  • ⓑ mediop be honored w., receive, get:
    • αξιώθηκε παιδιά κ' εγγόνια |
    • αξιώθηκε τιμές |
    • δεν αξιώθηκε ούτε ένα αναμνηστικό μάρμαρο |
    • ευκολίες εκδοτικές αξιώνονται μόνο "οι εν Aθήναις" (Dimaras) |
    • όταν αξιώθηκες μια τέτοια γυναίκα, πρέπει να σέβεσαι την εύνοια της τύχης (Theotokas) |
    • folks. και σαν μηλιά, γλυκομηλιά, ν' ανθίσεις, να καρπίσεις, | υγιούς εννιά ν' αξιωθείς και μια γλυκομηλίτσα (DPetrop) |
    • poem τους θεούς δεν ξέχασε, στον Όλυμπο που ζούνε, | κι ο γιος μου - γιο ποτέ αν αξιώθηκα! - στο αρχοντικό του μέσα (Homer Il 24.427 Kaz-Kakr)
  • ⓒ be, become or be considered worthy of sth or to do sth:
    • σαράντα χρόνια, αφόντας αξιώθηκε τον κόσμο, είχε κι αυτός ριζοχωματίσει σαν το δέντρο (Prevelakis) |
    • μόνο αφού ο άνθρωπος οικειωθεί τα ηθικά παραγγέλματα, γίνεται άξιος να γνωρίσει τα θεία, ν' αξιωθεί τις τελετές (Dragona-M) |
    • όταν έπειτα από το θάνατο του Eυριπίδη παραστάθηκαν οι "Bάκχες" στην Aθήνα, αξιώθηκαν να πάρουν το πρώτο βραβείο (Georgoulis) |
    • poem σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος, | σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλη (Kavafis)
  • ⑤ have the fortune (luck) to, be fortunate (lucky) enough to, manage, succeed (near-syn κατορθώνω, πραγματοποιώ, πετυχαίνω):
    • φέτος αξιώθηκα να επισκεφτώ την Kρήτη |
    • ελπίζω κάποτε ν' αξιωθώ να ξεπληρώσω αυτό το χρέος |
    • ο αγώνας δεν αξιώθηκε να μας δώσει καλά αποτελέσματα |
    • αξιώθηκε να βρει ένα φτωχό δωμάτιο |
    • παιδιά από τα πιο καλότυχα, γιατί αξιώθηκαν εκλεκτά ν' αγαπηθούν από εκλεκτούς (Palam) |
    • αν δεν αξιωθώ να δω λευτεριά μήδε σε τούτο το σεφέρι, κάτεχέ με αποθαμένη (Prevelakis) |
    • τόσα χρόνια δεν αξιωθήκαμε να δώσομε στα χέρια των παιδιών μας βιβλία της προκοπής (Papanoutsos) |
    • poem φάνη στη γης μεγάλος ασκητής, και τα βουνά ροδίζουν· | χαρά στα μάτια που θα το αξιωθούν να δουν το πρόσωπό του (Kazantz Od 20.438) |
    • φιλώ τα χέρια μου | που αξιώθηκαν | να σε χαϊδέψουν (Karydis)

[fr postmed, MG (9th c. AD) αξιώνω, this fr learned αξιώ (on the basis of aor αξιώσω) ← PatrG, K (also pap) ἀξιῶ ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες