Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αξιόχρεος -η -ο [aksióxreos] Ε5 : (οικον.) που είναι συνεπής, που ανταποκρίνεται στις οικονομικές του υποχρεώσεις, άξιος εμπιστοσύνης, φερέγγυος: ~ οφειλέτης / εγγυητής.
[λόγ. < αρχ. ἀξιόχρε(ως) μεταπλ. -ος για προσαρμ. στη δημοτ. κατά τα άλλα επίθ.]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξιόχρεος, -η, -ο [aksióxreos] (sp. also αξιόχρεως) (L) commerce, law etc
- able to pay debts, solvent (near-syn αξιόπιστος 2):
- ~ έμπορος |
- αξιόχρεη εταιρία |
- poem άφησέ με, κ' εγώ δύο εγγυητές αξιόχρεους θα σου βάλω (Stavrou Ar)
[fr kath ← K (also pap), AG ἀξιόχρεος]
- able to pay debts, solvent (near-syn αξιόπιστος 2):