Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αξιότιμος, επίθ.
-
- Πολύτιμος:
- ιμάτιον … αξιότιμον (Ψευδο-Σφρ. 28838).
[αρχ. επίθ. αξιότιμος. H λ. και σήμ.]
- Πολύτιμος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αξιότιμος -η -ο [aksiótimos] Ε5 : συνήθ. ως γραπτή ή προφορική προσφώνηση που απευθύνεται σε πρόσωπα σεβαστά, με τα οποία δεν έχουμε οικειότητα: Aξιότιμε κύριε. Aξιότιμη κυρία.
[λόγ. < αρχ. ἀξιότιμος `υψηλής αξίας΄ σημδ. γαλλ. honorable]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξιότιμος, -η, -ο [aksiótimos]
- ① honorable, estimable, respectable (syn αξιοτίμητος, near-syn ευυπόληπτος):
- ~ κύριος, αξιότιμη θέση |
- τα μέλη των ιεραποστολών είναι βέβαια σαν άτομα πολύ αξιότιμα, αλλ' είναι, σχεδόν χωρίς εξαίρεση, πολύ κατώτερα σε ηθικό πολιτισμό από εκείνους που ήθελαν να προσηλυτίσουν (Evelpidis)
- ② deferential mode of address in letters (in voc):
- αξιότιμε κύριε Dear Sir |
- αξιότιμη κυρία Dear Madam
[fr kath ← MG ← K (1st c. BC) ἀξιότιμος 'valuable']
- ① honorable, estimable, respectable (syn αξιοτίμητος, near-syn ευυπόληπτος):