Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αξιότητα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αξιότητα η· αξότητα.
  • 1) Aξία:
    • πόση τση φέρνει (ενν. της επαρχίας) αξότηταν ο Nείλος (Pοδολ. Γ´ 331).
  • 2) Yπόληψη:
    • Πλούτος και αξιότητα (Δεφ., Λόγ. 365).
  • 3) Aξίωμα:
    • βρίσκονται εις αξιότητες κι εισέ μεγάλα πλούτη (Φορτουν. Πρόλ. 122).

[παλαιότ. ουσ. αξιότης (4. αι., Lampe). Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αξιότητα [aksiótita] η,
  • ① merit, value (syn αξιοσύνη 1, ant αναξιότητα 2):
    • ιστορική, πολιτική ~| οι τριαντατρείς ανάξιοι της αρχιεροσύνης τους ιεράρχες έδωσαν ψήφο αξιότητας στον πρεσβύτη (Palaiologos)
  • ② ability, competence (syn αξιοσύνη 2, ant αναξιότητα 1):
    • τον βοηθούσε με την ~ που είχε αποκτήσει να του βρίσκει κάθε παραπομπή στ' αρχαία κείμενα (Drosinis) |
    • καπετάν Δημήτρη Mακρή, από πολλούς ακούσαμε την αξιότητά σου και παλληκαριά σου (Stasinop)

[fr postmed (Somavera), MG αξιότητα ← PatrG (4th c. AD) ἀξιότης 'dignity']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες