Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αξιόπιστος -η -ο [aksiópistos] Ε5 : που αξίζει την εμπιστοσύνη μας, που εμπνέει εμπιστοσύνη. ANT αναξιόπιστος: ~ μάρτυρας. Aξιόπιστη είδηση. Aξιόπιστη πηγή, έγκυρη. Πολλά από τα επιστημονικά στοιχεία που αναφέρει δεν είναι αξιόπιστα. || ~ έμπορος, που είναι συνεπής στις οικονομικές του υποχρεώσεις.
[λόγ. < αρχ. ἀξιόπιστος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξιόπιστος, -η, -ο [aksiópistos] (L)
- ① worthy of credence, credible, reliable, trustworthy (ant αναξιόπιστος):
- ~ άνθρωπος |
- αξιόπιστη πληροφορία, στατιστική |
- αξιόπιστα στοιχεία |
- ~ πληροφοριοδότης reliable informant |
- αξιόπιστη αφήγηση reliable narrative |
- αξιόπιστο γεγονός well-accredited fact |
- οι αξιοπιστότερες ιστορικές πηγές είναι τα γραπτά μνημεία
- ⓐ trustworthy, reliable, dependable:
- ~ μάρτυρας, σύμμαχος |
- αξιόπιστη κυβέρνηση |
- αν οι άνθρωποι πρώτης σειράς δεν είναι πολιτικά αξιόπιστοι θα βρούμε ανθρώπους δεύτερης και τρίτης σειράς (Roufos)
- ② commerce creditable, solvent, sound (near-syn αξιόχρεος):
- ~ έμπορος |
- αξιόπιστη εταιρία
[fr postmed (Somavera), MG, K (pap), AG]
- ① worthy of credence, credible, reliable, trustworthy (ant αναξιόπιστος):