Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξιόμαχο [aksiómaxo] το, (L)
- ability to wage war, combat worthiness:
- το ~ των βαλκανικών κρατών |
- η δημιουργία μισθοφορικών τμημάτων για τεχνικούς λόγους θα μείωνε το ~ και προπαντός το ετοιμοπόλεμο του στρατεύματος
[substantiv. n of αξιόμαχος]
- ability to wage war, combat worthiness:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αξιόμαχος -η -ο [aksiómaxos] Ε5 : συνήθ. για στρατό καλά γυμνασμένο και εξοπλισμένο, που είναι ικανός να αντιμετωπίσει με επιτυχία τον αντίπαλο: Aξιόμαχες πολεμικές δυνάμεις. Mικρός αλλά ~ στρατός. || (ως ουσ.) το αξιόμαχο, η ιδιότητα αυτού που είναι αξιόμαχος: Tο αξιόμαχο του στρατεύματος.
[λόγ. < αρχ. ἀξιόμαχος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξιόμαχος, -η, -ο [aksiómaxos]
- fit for fighting, combat worthy (near-syn αξιοπόλεμος):
- ~ στρατός |
- αξιόμαχες ένοπλες δυνάμεις |
- αξιόμαχο αεροπλάνο, πλοίο, τάγμα |
- η πιο αξιόμαχη μονάδα στη Mέση Aνατολή |
- την ίδια νύχτα συναθροίστηκαν κάπου εφτακόσιοι άντρες, οι πιο αξιόμαχοι της ιταλικής παροικίας (Roufos)
[fr kath ← AG]
- fit for fighting, combat worthy (near-syn αξιοπόλεμος):