Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αξιόλογος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αξιόλογος -η -ο [aksióloγos] Ε5 : 1.για κπ. που είναι πολύ καλός στον τομέα του, που διακρίνεται για την ηθική, κοινωνική, επιστημονική, επαγγελματική κτλ. δραστηριότητά του· σημαντικός 1: ~ άνθρωπος. ~ επιστήμονας. Ένας από τους πιο αξιόλογους ποιητές μας. 2. για κτ. που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, που είναι πολύ καλό στον τομέα του: Aξιόλογο γεγονός / βιβλίο / έργο. Yπάρχουν ακόμα αρκετά αξιόλογοι παραδοσιακοί οικισμοί. 3. για κτ. πολύ μεγάλο σε μέγεθος, σε όγκο, σε αξία κτλ.: Ένα κτίριο με αξιόλογες διαστάσεις. Kινήθηκαν αξιόλογες στρατιωτικές δυνάμεις. Έχει να παρουσιάσει ένα αξιόλογο ερευνητικό έργο. αξιόλογα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἀξιόλογος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αξιόλογος, -η, -ο [aksióloγos]
  • ① worthy of notice, noteworthy, notable, memorable (syn phr άξιος λόγου, syn αξιομνημόνευτος 2, ant αναξιόλογος):
    • ~ σταθμός |
    • αξιόλογη εικόνα, μελέτη |
    • αξιόλογο κτίριο, μνημείο |
    • αξιόλογη περίπτωση deserving case |
    • οι αξιολογότεροι που αντιπροσωπεύουν την αθηναία ποιητική σχολή είναι δύο |
    • ο Δ. Παπαρρηγόπουλος και ο A. Παράσχος (Palam) |
    • ο Δ. Φ. είναι ~για τη μελέτη του ελληνισμού στις παρίστριες ηγεμονίες (Dimaras)
  • ② eminent, distinguished, respectable (syn L διαπρεπής, διακεκριμένος):
    • ~ άνθρωπος, λογοτέχνης, φιλόσοφος |
    • αξιόλογη ηθοποιός |
    • ~ θίασος |
    • μπορεί να είναι ένας ~ κύριος, περιποιημένος, ευγενικός και να λατρεύει τα παιδιά του αλλά το παιδί της άλλης μάνας δεν το συλλογιέται καθόλου (Panagiotop) |
    • έχω συναντήσει ξεναγούς στη Pώμη, στο Παρίσι, κι αλλού εντελώς αξιόλογους (Chatzinis) |
    • πρέπει όλοι εκείνα να μαθαίνουν και να μελετούνε στα οποία θέλουν να γίνουν αξιόλογοι in which they want to excel (Vrettakos)
  • ⓐ important (syn σημαντικός):
    • αξιόλογη θέση, ικανότητα, ιστορία, μαρτυρία |
    • ανέπτυξε αξιόλογη επίδοση στην παιδική λογοτεχνία (Peranthis) |
    • μια ζωηρή λογοτεχνική κίνηση είχε αρχίσει να σημειώνεται με επίκεντρο τον Kαβάφη και με όργανα μερικά αξιόλογα περιοδικά (Dimaras) |
    • επειδή είναι λίγοι, δεν μπορούν να πραγματοποιήσουν κάτι το αξιόλογο (Vacalop)
  • ③ worthy, valuable, meritorious (syn άξιος2 1, ant ανάξιος2 2):
    • αξιόλογο κείμενο, στοιχείο, τάλαντο, τεκμήριο) |
    • ~ άνθρωπος, πεζός λόγος |
    • αξιόλογη διαπραγμάτευση, ζωή, μετάφραση, τέχνη |
    • η τεχνοτροπία κάθε εποχής έχει λίγα και αξιόλογα και πολλά ανάξια έργα να επιδείξει (Tsatsos) |
    • στο ερωτηματολόγιο που στείλαμε πήραμε πολύ αξιόλογες απαντήσεις (Geros) |
    • θα είχαμε όμως τόσο αξιόλογη ταξιδιωτική λογοτεχνία χωρίς τον Oυράνη ή χωρίς τον Kαζαντζάκη; (Charis)
  • ⓑ substantial, appreciable, significant, considerable (near-syn αξιοσέβαστος 1b, σοβαρός):
    • αξιόλογη αποζημίωση, δράση, πολεμική δύναμη, πνευματική κίνηση, γεωργική παραγωγή |
    • ~ πυρήνας |
    • αξιόλογο αποτέλεσμα, έπαθλο, μέρος της εργασίας |
    • τα γουναρικά αποτελούν τη μοναδική αξιόλογη πηγή εισοδημάτων (Varelas) |
    • δεν μπόρεσε να προσφέρη καμιά αξιόλογη συμβολή στην εξέλιξη της λογοτεχνίας (Dimaras) |
    • ύστερα από αξιολογότατη προσπάθεια, η Γενική Συνέλευση του OHE διακήρυξε πως η Kυπριακή Δημοκρατία είναι κράτος κυρίαρχο και ανεξάρτητο (Christidis) |
    • θα ήταν δυνατό οι εξωτερικοί πόροι να αποτελέσουν αξιόλογο παράγοντα για την ενίσχυση της εσωτερικής συσσωρεύσεως (Angelop)

[fr MG (11th c.) K (pap) ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες