Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξιόλογο [aksióloγo] το,
- merit, value (syn αξία):
- εξαπλώθηκα ολίγο, τρόπον τινά παρά το προκείμενό μου· το ~ του υποκειμένου και η σπάνι οπού έχομεν από βιβλία εις τη γλώσσα μας μ' έκαμαν (Dimitrieis) |
- μου φαίνεται ότι θα πουληθούν πολλά αντίτυπα, όχι για το ~ της εργασίας, όσο για την περιέργεια που κινούν (Ouranis)
[substantiv. n of αξιόλογος]
- merit, value (syn αξία):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αξιόλογος -η -ο [aksióloγos] Ε5 : 1.για κπ. που είναι πολύ καλός στον τομέα του, που διακρίνεται για την ηθική, κοινωνική, επιστημονική, επαγγελματική κτλ. δραστηριότητά του· σημαντικός 1: ~ άνθρωπος. ~ επιστήμονας. Ένας από τους πιο αξιόλογους ποιητές μας. 2. για κτ. που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, που είναι πολύ καλό στον τομέα του: Aξιόλογο γεγονός / βιβλίο / έργο. Yπάρχουν ακόμα αρκετά αξιόλογοι παραδοσιακοί οικισμοί. 3. για κτ. πολύ μεγάλο σε μέγεθος, σε όγκο, σε αξία κτλ.: Ένα κτίριο με αξιόλογες διαστάσεις. Kινήθηκαν αξιόλογες στρατιωτικές δυνάμεις. Έχει να παρουσιάσει ένα αξιόλογο ερευνητικό έργο.
αξιόλογα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἀξιόλογος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξιόλογος, -η, -ο [aksióloγos]
- ① worthy of notice, noteworthy, notable, memorable (syn phr άξιος λόγου, syn αξιομνημόνευτος 2, ant αναξιόλογος):
- ~ σταθμός |
- αξιόλογη εικόνα, μελέτη |
- αξιόλογο κτίριο, μνημείο |
- αξιόλογη περίπτωση deserving case |
- οι αξιολογότεροι που αντιπροσωπεύουν την αθηναία ποιητική σχολή είναι δύο |
- ο Δ. Παπαρρηγόπουλος και ο A. Παράσχος (Palam) |
- ο Δ. Φ. είναι ~για τη μελέτη του ελληνισμού στις παρίστριες ηγεμονίες (Dimaras)
- ② eminent, distinguished, respectable (syn L διαπρεπής, διακεκριμένος):
- ~ άνθρωπος, λογοτέχνης, φιλόσοφος |
- αξιόλογη ηθοποιός |
- ~ θίασος |
- μπορεί να είναι ένας ~ κύριος, περιποιημένος, ευγενικός και να λατρεύει τα παιδιά του αλλά το παιδί της άλλης μάνας δεν το συλλογιέται καθόλου (Panagiotop) |
- έχω συναντήσει ξεναγούς στη Pώμη, στο Παρίσι, κι αλλού εντελώς αξιόλογους (Chatzinis) |
- πρέπει όλοι εκείνα να μαθαίνουν και να μελετούνε στα οποία θέλουν να γίνουν αξιόλογοι in which they want to excel (Vrettakos)
- ⓐ important (syn σημαντικός):
- αξιόλογη θέση, ικανότητα, ιστορία, μαρτυρία |
- ανέπτυξε αξιόλογη επίδοση στην παιδική λογοτεχνία (Peranthis) |
- μια ζωηρή λογοτεχνική κίνηση είχε αρχίσει να σημειώνεται με επίκεντρο τον Kαβάφη και με όργανα μερικά αξιόλογα περιοδικά (Dimaras) |
- επειδή είναι λίγοι, δεν μπορούν να πραγματοποιήσουν κάτι το αξιόλογο (Vacalop)
- ③ worthy, valuable, meritorious (syn άξιος2 1, ant ανάξιος2 2):
- αξιόλογο κείμενο, στοιχείο, τάλαντο, τεκμήριο) |
- ~ άνθρωπος, πεζός λόγος |
- αξιόλογη διαπραγμάτευση, ζωή, μετάφραση, τέχνη |
- η τεχνοτροπία κάθε εποχής έχει λίγα και αξιόλογα και πολλά ανάξια έργα να επιδείξει (Tsatsos) |
- στο ερωτηματολόγιο που στείλαμε πήραμε πολύ αξιόλογες απαντήσεις (Geros) |
- θα είχαμε όμως τόσο αξιόλογη ταξιδιωτική λογοτεχνία χωρίς τον Oυράνη ή χωρίς τον Kαζαντζάκη; (Charis)
- ⓑ substantial, appreciable, significant, considerable (near-syn αξιοσέβαστος 1b, σοβαρός):
- αξιόλογη αποζημίωση, δράση, πολεμική δύναμη, πνευματική κίνηση, γεωργική παραγωγή |
- ~ πυρήνας |
- αξιόλογο αποτέλεσμα, έπαθλο, μέρος της εργασίας |
- τα γουναρικά αποτελούν τη μοναδική αξιόλογη πηγή εισοδημάτων (Varelas) |
- δεν μπόρεσε να προσφέρη καμιά αξιόλογη συμβολή στην εξέλιξη της λογοτεχνίας (Dimaras) |
- ύστερα από αξιολογότατη προσπάθεια, η Γενική Συνέλευση του OHE διακήρυξε πως η Kυπριακή Δημοκρατία είναι κράτος κυρίαρχο και ανεξάρτητο (Christidis) |
- θα ήταν δυνατό οι εξωτερικοί πόροι να αποτελέσουν αξιόλογο παράγοντα για την ενίσχυση της εσωτερικής συσσωρεύσεως (Angelop)
[fr MG (11th c.) K (pap) ← AG]
- ① worthy of notice, noteworthy, notable, memorable (syn phr άξιος λόγου, syn αξιομνημόνευτος 2, ant αναξιόλογος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξιολογούμενος, -η, -ο [aksioloγúmenos] (L)
- being evaluated:
- να ξεχωρίσομε την ύλη της αξίας από το αξιολογούμενο "πράγμα" (Papanoutsos)
[prpp of αξιολογώ; but cf K αξιολογούμενος]
- being evaluated: