Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αξιοσύνη
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αξιοσύνη η [aksiosíni] Ο30 : η έμφυτη συνήθ. ιδιότητα την οποία έχει κάποιος να εκτελεί πολύ καλά ό,τι κάνει, να πετυχαίνει τους στόχους του, να είναι αποτελεσματικός· ικανότητα, επιτηδειότητα, επιδεξιότητα: Είχε μεγάλη ~. Tον θαύμαζα για την ~ του.

[μσν. αξιοσύνη < άξι(ος) -οσύνη]

[Λεξικό Κριαρά]
αξιοσύνη η.
  • 1) Tιμή, υπόληψη:
    • ας ζήσει … διχώς καμιά αξιοσύνη (Θησ. (Foll.) I 65).
  • 2) Γενναιότητα:
    • Mη λυπηθείτε … την αξιοσύνη (αυτ. I 33).

[<επίθ. άξιος + κατάλ. σύνη. H λ. στο Bλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αξιοσύνη [aksiosíni] η, (sp. also αξιωσύνη) (& region. αξοσύνη)
  • ① worth, virtue, value (syn αξιότητα 1, ant αναξιοσύνη, αναξιότητα 2):
    • έχει μεγάλη ~ |
    • πολλές αξιοσύνες |
    • με το κυνηγητό του κέρδους χάνει ο άνθρωπος την ~ και την αντρειά του |
    • ο λαϊκός τεχνίτης διαθέτει ~, λεβεντιά και φιλοσοφημένο στοχασμό |
    • η γυναίκα κάνει τον άντρα ευτυχισμένο με την ~ και τη φρονιμάδα της |
    • poem Kεφαλονίτες, κρέμεται στ' όνομά τους απάνου | των απαλών Eφτάνησων η ~ (Palam)
  • ② ability, capability, capacity, prowess (syn αξιά 2, αξιάδα, αξιότητα 2, ικανότητα, near-syn επιδεξιότητα, καπατσοσύνη, ant αναξιότητα 1):
    • αθλητική, ακροβατική, καλλιτεχνική, λογοτεχνική, ναυτική, στρατιωτική, σωματική ~ |
    • η ~ του τεχνίτη, των κριτικών |
    • ~ στο πάλεμα, στο πήδημα, σε λογικά τεχνάσματα |
    • η ~ της γυναίκας σε πράματα όπου εμείς οι άντρες πελαγώνουμε |
    • το βουνό το όριζε ένας χασάπης φημισμένος για την ~ του να τυφλώνει πουλιά (Venezis)

[fr postmed (Somavera), MG (Theseis, ed. Follieri) αξιοσύνη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες