Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξιοσημείωτο [aksiosimíoto] το, (L)
- noteworthy, remarkable matter:
- ο Γ. έγραψε αρκετά αξιοσημείωτα σχετικά με την έννοια του χρόνου
[substantiv. n of αξιοσημείωτος]
- noteworthy, remarkable matter:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αξιοσημείωτος -η -ο [aksiosimíotos] Ε5 : που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και γι΄ αυτό αξίζει την προσοχή μας: Έκανε μια αξιοσημείωτη παρατήρηση. Είναι αξιοσημείωτη η μεγάλη συχνότητα του φαινομένου. || Είναι αξιοσημείωτο ότι
[λόγ. αξιο- + σημειω- (δες σημειώνω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξιοσημείωτος, -η, -ο [aksiosimíotos] (L)
- ① noteworthy, remarkable (syn αξιομνημόνευτος 2, αξιοπαρατήρητος, αξιοπρόσεκτος, αξιοσήμαντος):
- ~ πίνακας |
- αξιοσημείωτη διάλεξη, δράση, εξομολόγηση, ζωντάνια, επιτυχία, ποικιλία, πληροφορία, σύμπτωση |
- αξιοσημείωτη ενότητα, ιδιοτυπία, μελέτη, μνήμη, στάση, υπηρεσία |
- αξιοσημείωτο γεγονός, γράμμα, ορόσημο, πρόβλημα, στοιχείο |
- αξιοσημείωτα λόγια |
- αξιοσημείωτες ακροβατικές ικανότητες |
- η ανάλυση του εμβατηρίου είναι αξιοσημείωτη |
- στο ταξίδι μας δεν έγινε τίποτε το αξιοσημείωτο |
- σε αξιοσημείωτο βαθμό to a remarkable extent |
- το έργο είναι αξιοσημείωτο για την αλήθεια του και τη σκηνική του οικονομία (Papantoniou) |
- αξιοσημείωτο είναι ότι οι κάτοικοι των ελληνικών χωριών έδειξαν σημεία ανταρσίας εναντίον των Tούρκων (Vacalop)
- ⓐ noticeable (syn L αισθητός):
- αξιοσημείωτη βελτίωση, ομοιότητα |
- ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος έφερε στην ανθρωπότητα πρόοδο αξιοσημείωτη (Theotokas)
- ⓑ eminent, notable, important (syn σημαντικός):
- ~ συγγραφέας |
- αξιοσημείωτη επίδραση, εργασία, θέση, σπουδή |
- η τέχνη του μένει ως το τέλος αξιοσημείωτη |
- αξιοσημείωτο θεατρικό έργο |
- ανεβάζει τη γυναίκα σε αξιοσημείωτο επίπεδο
- ② math ~ πολλαπλασιασμός special product
[fr kath (neol Koumanoudis) αξιοσημείωτος, cpd w. kath σημειωτός ← K]
- ① noteworthy, remarkable (syn αξιομνημόνευτος 2, αξιοπαρατήρητος, αξιοπρόσεκτος, αξιοσήμαντος):